Η Λάιχτερ γεννήθηκε το 1895 στηΒιέννη, καιτο πραγματικό όνομά της ήταν Μαριάννε ΚαταρίναΠικ. Ήταν η δεύτερη κόρη ενός εβραϊκού ζευγαριού, του δικηγόρου Γιόζεφ Πικ (1849, Náchod – 1926) και της συζύγου του Σαρλότ "Λόττε" Ρουμπινστάιν (1871, Γκαλάτσι – 1939). [11][12]Η μεγαλύτερη αδερφή της ήταν η Αυστριακή-Αμερικανίδα συνθέτης και μουσικοθεραπεύτρια Βάλλι Βάιγκλ.
Η Κέτε αποφοίτησε από το Beamten-Töchter-Lyceum το 1914 και στη συνέχεια άρχισε να σπουδάζει πολιτικές επιστήμεςστοΠανεπιστήμιο της Βιέννης. Δεδομένου ότι, εκείνη την εποχή, οι Αυστριακές γυναίκες δεν επιτρεπόταν να αποφοιτήσουν, μεταγράφηκε στο γερμανικό Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργηςτο 1917 και αποφοίτησε τον Ιούλιο του 1918 πριν επιστρέψει στη Βιέννη, γιανα ολοκληρώσει άλλα δύο εξάμηνα στο πανεπιστήμιο. [13]
Η Λάιχτερ συμμετείχε στοWiener Jugendbewegung (Βιεννέζικο Κίνημα Νεολαίας), μια ριζοσπαστική αριστερή οργάνωση, ως φοιτήτρια πριν από το ξέσπασμα τουΑ' Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα ήταν μέλος τουParteischüler-Bildungsverein Karl Marx (Ένωση ΚαρλΜαρξγιατο Κόμμα Πανεπιστημιακοί και Εκπαίδευση), μιαμαρξιστική ομάδα μελών τουΣοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας (SDAPÖ) που αντιτάχθηκαν στον πόλεμο. Όταν ιδρύθηκε η Δημοκρατία της Αυστρίας το 1918, και ως μία από τις πρώτες Αυστριακές γυναίκες απόφοιτες πολιτικών επιστημών, που ειδικεύτηκε στα οικονομικά, εντάχθηκε στηνReichswirtschaftskommission der Arbeiterräte (Κρατική Οικονομική Επιτροπή των Συμβουλίων των Εργαζομένων), τηνSozialisierungskommission [de] (Κρατική Επιτροπή γιατην Κοινωνικοποίηση της Βιομηχανίας) καιτονZentralverband für Gemeinwirtschaft (Κεντρικός Οργανισμός Δημόσιων Αγαθών και Επιχειρήσεων). Επίσης εργάστηκε καιγιατο Υπουργείο Οικονομικών.[12]
Η Λάιχτερ εντάχθηκε στοFrauenreferat der Wiener Arbeiterkammer (Γυναικείο Τμήμα του Θεσμοθετημένου Εργατικού Επιμελητηρίου της Βιέννης) το 1925 και ηγήθηκε του τμήματος μέχρι το 1934. Εκλέχτηκε στηνBetriebsrat der Wiener Arbeitkammer (Επιτροπή Εργαζομένων του Θεσμοθετημένου Εργατικού Επιμελητηρίου της Βιέννης) το 1932.[12] Δημοσίευσε άρθρα και εκθέσεις με βάση στατιστικά δεδομένα, που συγκέντρωσε σχετικά μετη γυναικεία εργασία στην Αυστρία και έδωσε επίσης διαλέξεις, σχολικά μαθήματα και ραδιοφωνικές εκπομπές, γιανα υπερασπιστεί τα δικαιώματα των γυναικών. Υποστήριξε τις απόψεις για ίσες αμοιβές, την πρόσληψη περισσότερων γυναικών στην κοινωνική διοίκηση και τις ευκαιρίες απασχόλησης για γυναίκες με πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Παντρεύτηκε τον Όττο Λάιχτερ, έναν συνάδελφο σοσιαλιστή και δημοσιογράφο, το 1921. Γέννησε τον πρώτο τους γιο, τον Χάινζ, το 1924 και τον δεύτερο, τον Φραντς, το 1930.[12]
Όταν το SDAPÖ απαγορεύτηκε στην Αυστρία τον Φεβρουάριο του 1934, η Λάιχτερ προσχώρησε στηνRevolutionäre Sozialisten (Επαναστάτες Σοσιαλιστές), μια παράνομη σοσιαλιστική οργάνωση, που είχε δημιουργηθεί ως απάντηση στην απαγόρευση του κόμματος. [12] Αυτή καιο σύζυγός της Όττο μετανάστευσαν στηΖυρίχηστην εξορία για έξι μήνες το 1934, αλλά επέστρεψε στη Βιέννη, όταν εκλέχτηκε η έδρα της εκπαίδευσης των Επαναστατών Σοσιαλιστών. Έγραψε αντιφασιστικά φυλλάδια και δημοσίευσε άρθρα στο εξωτερικό μετα ψευδώνυμα Maria Mahler και Anna Gärtner. [13] Μετά την εισβολή τουΝαζιστικού Κόμματοςστην Αυστρία το 1938 μετοAnschluss, προσπάθησε να φύγει από την Αυστρία μετην οικογένειά της. Ανκαιη οικογένειά της δραπέτευσε, η Λάιχτερ συνελήφθη από τηΓκεστάποστη Βιέννη στις 30 Μαΐου 1938 και στη συνέχεια φυλακίστηκε. Στάλθηκε στοστρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρικτο 1940 και σκοτώθηκε με αέριο στοΚέντρο Ευθανασίας του Μπέρνμπουργκ στις αρχές του 1942 [12]Μια τεφροδόχος στο Feuerhalle Simmering γεμάτη με χώμα από τοστρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρικ χρησιμεύει ως κενοτάφιό της στη Βιέννη.
Το Käthe Leichter-Gasse, ένας δρόμος στην περιοχή Χίτσινγκ της Βιέννης, πήρε το όνομά του από την Λάιχτερ το 1949. [14] Ένα ετήσιο βραβείο, που απονέμει η αυστριακή κυβέρνηση σεμια γυναίκα ιστορικό αναφέρεται επίσης στη μνήμη της Λάιχτερ. Η Αυστροαμερικανίδα ιστορικός Γκέρντα Λέρνερ έγραψε ότι η Λάιχτερ «προσωποποιεί τα υψηλότερα ιδανικά του φεμινισμού - τηδια βίου δραστηριότητα για λογαριασμό όλων των γυναικών, αλλά ιδιαίτερα των γυναικών της εργατικής τάξης, την πεποίθηση ότι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις είναι δίκαιες μόνο εάν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των γυναικών όσο καιτων ανδρών, τον ασυμβίβαστο αγώνα ενάντια στο φασισμό καιτον εθνικοσοσιαλισμό, που της κόστισαν τη ζωή». [15]