(Translated by https://www.hiragana.jp/)
κολιέ - Βικιλεξικό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん κολιέ  τたうαあるふぁ κολιέ 
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん κολιέ  τたうωおめがνにゅー κολιέ 
    αιτιατική τたうοおみくろん κολιέ  τたうαあるふぁ κολιέ 
     κλητική κολιέ  κολιέ 
ΑΚΛΙΤΟ
Δείτε κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろん λαϊκότροπο οおみくろん κολιές.
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολιέ < απροσάρμοστo άμεσο δάνειο από τたうηいーた γαλλική collier < λατινική collum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kwol-o- (λαιμός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /koˈʎe/
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /kɔ.lje/ (γαλλική προφορά)
 
γυναίκα μみゅーεいぷしろん κολιέ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολιέ ουδέτερο άκλιτο

  • κόσμημα πぱいοおみくろんυうぷしろん φοριέται σしぐまτたうοおみくろん λαιμό κかっぱαあるふぁιいおた συνήθως αποτελείται από χάντρες περασμένες σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ κλωστή

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • κολιές (λαϊκότροπο αρσενικό κλιτό)

Συνώνυμα

επεξεργασία
Παράγωγα
επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία