Μετον όρο μπαρόκ (baroque) αναφερόμαστε στο καλλιτεχνικό ύφος, η διαμόρφωση και εξάπλωση του οποίου τοποθετείται χρονικά ανάμεσα στο τέλος τουμανιερισμού (τέλη 16ου αιώνα) καιτην επικράτηση τουνεοκλασικισμού (μεταξύ 1760 και 1820, ανάλογα μετη χώρα).[1]Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιείται καιγιανα δηλώσει την αντίστοιχη ιστορική περίοδο, παρότι η τεχνοτροπία του μπαρόκ, στο διάστημα αυτό, συνυπάρχει με άλλες καλλιτεχνικές τάσεις όπως οκλασικισμός.[2][3]
Το μπαρόκ γεννήθηκε στηνΙταλία, απ' όπου εξαπλώθηκε σχεδόν σε ολόκληρη τηνΕυρώπη, καθώς και στις περιοχές του κόσμου που, την επαύριο τωνευρωπαϊκών υπερπόντιων εξερευνήσεων, περιήλθαν σε ισπανική ή πορτογαλική κυριαρχία: Λατινική Αμερική, περιοχές της Ινδίας, της Κίνας καιτων Φιλιππίνων.[1]Η ευρεία διάδοσή τουτο καθιστά το πρώτο καλλιτεχνικό φαινόμενο παγκόσμιας εμβέλειας.[4] Μολαταύτα, η παρουσία τουσε ορισμένες χώρες της Ευρώπης υπήρξε περιορισμένη. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, επικράτησε η τάση του κλασικισμού, στην Γαλλία διατηρήθηκε μια περίπλοκη ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών ανταγωνιζομένων ρευμάτων,[5][6] ενώ οικαλλιτέχνες της Ολλανδικής δημοκρατίας έμειναν σε μεγάλο βαθμό πιστοί στον ρεαλισμό.[6]
Ως καλλιτεχνικό ύφος, το μπαρόκ χαρακτηρίστηκε από ένα έντονο δραματικόκαι συναισθηματικό στοιχείο, ενώ εφαρμόστηκε κυρίως στηναρχιτεκτονική, τηγλυπτικήκαιτημουσική, αλλά συναντάται παράλληλα καιστηλογοτεχνία ή τηζωγραφική.[7] Σκοπός του μπαρόκ είναι πρωτίστως να εντυπωσιάσει καθώς καινα εξυψώσει τον άνθρωπο μέσα από τα πάθη καιτα συναισθήματά του. Σε αντίθεση με τις ιδεολογικές αρχές τουρομαντικού κινήματος, ο άνθρωπος δεν εκλαμβάνεται ως μονάδα αλλά ως μέρος ενός συνόλου. Στο μπαρόκ ύφος, σε συμφωνία μετο φιλοσοφικό ρεύμα της εποχής, υπάρχουν έντονα τα στοιχεία τουορθολογισμού χωρίς όμως να αποκλείονται καιοισυμβολισμοί. [8]Η επιτυχία του Μπαρόκ οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό καιστην στήριξη της Καθολικής εκκλησίας, η οποία χρησιμοποίησε την τεχνοτροπία τουκαιτο δραματικό του ύφος γιατην αναπαράσταση πολλών θρησκευτικών θεμάτων που προκαλούσαν την συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Επιπλέον, η αριστοκρατία της εποχής καιη βασιλική εξουσία ευνοήθηκε από το επιβλητικό ύφος του μπαρόκ γιατην κατασκευή ανάλογων κτιρίων ή παλατιών που ενίσχυαν το κύρος της.
Πριν καθιερωθεί ως όρος που αναφέρεται σεμια συγκεκριμένη περίοδο, ένα καλλιτεχνικό ρεύμα ή μια τάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας ανεξαρτήτως περιόδου, η λέξη μπαρόκ χρησιμοποιούνταν στην κοσμηματοποιία γιανα περιγράψει μαργαριτάρια με ασύμμετρο, ακανόνιστο σχήμα. Το επίθετο εμφανίστηκε με αυτή τη σημασία τον 13ο αιώνα στα πορτογαλικά (barroca) ενώ από το 16ο αιώνα απαντά καιστα γαλλικά.[9][10]Η λέξη ορίζεται με αυτόν τον τρόπο στοΛεξικό (Dictionnaire) τουΦυρετιέρτου 1690 καθώς καισε αυτό της Γαλλικής Ακαδημίας του 1694.[10]
Στις αρχές του 18ου αιώνα, η σημασία του εξελίσσεται γιανα συμπεριλάβει τις έννοιες του παράδοξου, περίεργου ή αλλοπρόσαλλου, σημασία που επικυρώνει το λεξικό της Γαλλικής Ακαδημίας του 1740.[9][1][11]Στην εξέλιξη αυτή ίσως έπαιξε ρόλο η σύνδεση καιμετη μεσαιωνική λατινική λέξη baroco [en], λέξη που εισήγαγαν οισχολαστικοί κατά το 13ο αιώνα γιανα ονομάσουν ένα είδος συλλογισμού. Χρησιμοποιούμενος κοροϊδευτικά από τους αντιπάλους των σχολαστικών, ο όρος αυτός είναι πιθανό να συνέβαλε στη σύνδεση της λέξης μπαρόκ με τις έννοιες του περίεργου ή του αχρείαστα περίπλοκου καιστην γενικότερη υποτιμητική της χροιά.[9][10]
Παρότι δεν περιορίζεται σημασιολογικά στο πεδίο της τέχνης, το επίθετο μπαρόκ χρησιμοποιείται πλέον στον τομέα της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και της μουσικής, γιανα δηλώσει την υπερβολή ως προς τον διάκοσμο, την επιδεικτικότητα του ύφους, τη συγκεχυμένη αρμονία και γενικότερα την απομάκρυνση από τις αρχές και τους κανόνες της αναγεννησιακής τέχνης.[9][1] Κατά τη διάρκεια του 2ου μισού του 18ου αιώνα εμφανίζεται η ουσιαστικοποιημένη μορφή του επιθέτου γιανα ονομάσει αυτό το καλλιτεχνικό ύφος. Η λέξη πέρασε από τα γαλλικά στα ιταλικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά και τις υπόλοιπες γλώσσες.
Η καθιέρωση της λέξης μπαρόκ ως όρου της ιστορίας της τέχνης αποδίδεται κυρίως στο έργο γερμανόφωνων μελετητών όπως οΓιάκομπ Μπούρκχαρτ [en] (Jacob Burckhardt) μετο βιβλίο τουDer Cicerone (1860),
οΧάινριχ Βέλφλιν [en] (Heinrich Wölfflin) με τις μελέτες τουΑναγέννηση και Μπαρόκ (Renaissance und Barock, 1888) καιΒασικές έννοιες της ιστορίας της τέχνης (Kunstgeschichtliche Grundbegriffe, 1915),[1]
καθώς καιοΆλοϊς Ρίγκλ [en] (Alois Riegl), του οποίου οι διαλέξεις με θέμα το μπαρόκ δημοσιεύτηκαν τρία χρόνια μετά τον θάνατό τουμε τίτλο Η εμφάνιση της μπαρόκ τέχνης στη Ρώμη (Die Entstehung der Barockkunst in Rom, 1908).[12]
Σε αντίθεση μετο αναγεννησιακό ύφος που βασίστηκε κυρίως στη λογική, το ύφος του μπαρόκ απευθύνεται περισσότερο στο συναίσθημα. Παράλληλα χαρακτηρίζεται σχεδόν σε όλες τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις του από ένα αίσθημα δέους και μεγαλείου καθώς καιμια υπερβολή στη διακόσμηση καιτην πολυτέλεια που αναδεικνύουν ένα επιβλητικό και πομπώδες ύφος. Τα κυριότερα μέσα που χρησιμοποίησε στις εικαστικές τέχνες είναι οι καμπύλες γραμμές, οι πολύπλοκοι διαπλεκόμενοι όγκοι, η αυστηρή ιεράρχηση των χώρων, η απόδοση της κίνησης, η εκμετάλλευση του φωτός καιη δημιουργία έντονων αντιθέσεων είτε μετη μορφή εσοχών στην αρχιτεκτονική, είτε μέσω έντονων φωτοσκιάσεων στη ζωγραφική.[13]
Η νέα μπαρόκ αρχιτεκτονική έκανε την εμφάνιση της στηνΙταλίακαιοι ιστορικοί προσδιορίζουν ως αφετηρία της το έργο τουΚάρλο Μαντέρνο (1556-1603) στηΡώμηκαι ειδικότερα στους ναούς της Αγίας Σουζάνας καιτου Αγίου Πέτρου. Πρόδρομοι της μπορούν να θεωρηθούν επίσης τα τελευταία αρχιτεκτονικά έργα τουΜιχαήλ Άγγελου, όπως για παράδειγμα ηΒασιλικήτου Αγίου Πέτρου. Με επίκεντρο την Ιταλία, ο ρυθμός μπαρόκ εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη καθώς καιστηνΛατινική Αμερική, κυρίως μέσω τωνΙησουιτών. Οι ναοί, τα δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια, οι εσωτερικοί διάκοσμοι αλλά καιοι δημόσιοι χώροι εν γένει, αποπνέουν την αίσθηση του εξωπραγματικού, πέρα από τις ανθρώπινες διαστάσεις καικατ' επέκταση την παντοδυναμία του θεϊκού αλλά και της εκκλησιαστικής (παπικής) εξουσίας.[14]
Ως τυπικά χαρακτηριστικά της μπαρόκ αρχιτεκτονικής μπορούμε να αναφέρουμε:
δραματική χρήση του φωτισμού με έντονες αντιθέσεις
υπερβολική χρήση διακοσμητικών στοιχείων συμπεριλαμβανομένων και μεμονωμένων γλυπτών στο εξωτερικό
μεγάλης κλίμακας διακοσμητικές αναπαραστάσεις στις οροφές των κτιρίων
έντονη σύνδεση της αρχιτεκτονικής μετη ζωγραφική
χρήση τεχνικών οπτικής "απάτης" (trompe l'oeil)
Το βασικό αρχιτεκτονικό μπαρόκ σχήμα προβλέπει την ύπαρξη ενός κεντρικού και κυρίαρχου οικοδομήματος στο οποίο προστίθενται δύο πλάγιες πτέρυγες και παράλληλα εμπλουτίζεται από ένα χαμηλότερο προεξέχον κτίσμα. Η μπαρόκ αρχιτεκτονική συνδέεται ουσιαστικά με μία βαθύτερη αλλαγή στην αντίληψη γύρω από το ρόλο των δημόσιων κτιρίων. [15]Για τις πόλεις του17ου αιώνα, το κτίριο εκλαμβάνεται ως μέρος ενός ευρύτερου συστήματος και όχι ως ένα απλό ανεξάρτητο οικοδομικό σύνολο. Κατά συνέπεια, οι δημόσιοι ελεύθεροι χώροι μεταξύ των κτισμάτων οφείλουν επίσης να σχεδιαστούν επιμελώς. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο νέοι τύποι πλατείας, η κυκλική καιη τετραγωνική. Επιπλέον οι δρόμοι οργανώνονται πιο διεξοδικά και συχνά αποτελούν επίσης αντικείμενα διακόσμησης. Ο Claude Mignot σε κατάλογο έκθεσης γιατην Μπαρόκ αρχιτεκτονική αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Χώροι δοξαστικοί, χώροι θέασης και χώροι γιατον ελεύθερο χρόνο δημιουργούν σημεία από τα οποία εξακτινώνονται οι αρτηρίες καιτα οποία αναδομούν την πόλη η οποία αποκαλείται "μπαρόκ". Αναμνήσεις των εφήμερων αψίδων των βασιλικών εισόδων, οι πύλες της πόλης προσλαμβάνουν τη μορφή μόνιμων αψίδων θριάμβου (οι πύλες τουΣεν Ντενί καιτουΣεν Μαρτέν στο Παρίσι, η πύλη ντι Πεϊρού στο Μονπελιέ), οι κρήνες καθίστανται μνημεία (η φοντάνα ντι Τρέβι στη Ρώμη), οι πλατείες εξισορροπούν τον χώρο γιατη θέαση των όψεων των μεγάρων καιτων ναών, οι περίπατοι οργανώνονται στη θέση των οχυρώσεων καιοι γέφυρες προβάλλονται ως εξώστες στους ποταμούς· τέλος, τα θέατρα, σημείο συνάντησης της πολεοδομίας του πρόσκαιρου εξωραϊσμού και της νέας πολεοδομίας του ελευθέρου χρόνου, ανεγείρονται στις δημόσιες πλατείες (Νάπολι)».
Σημαντικά δείγματα μπαρόκ αρχιτεκτονικής έχουμε εκτός από την Ιταλία, σε χώρες όπως ηΓαλλία, ηΙσπανία, ηΑυστρία, η κεντρική ΓερμανίακαιηΡωσία.
Ανάμεσα στους σημαντικούς αρχιτέκτονες της εποχής μπορούμε να αναφέρουμε τους:
Το μπαρόκ ύφος δεν επηρέασε μόνο τις εικαστικές τέχνες αλλά επηρέασε σε μέγιστο βαθμό καιτημουσική. Οι μεγαλύτερες κατακτήσεις της Μπαρόκ μουσικής περιλαμβάνουν την ανάπτυξη του λυρικού θεάτρου, του μουσικού είδους της όπεραςκαιτουορατόριου.[16]
Βασικά χαρακτηριστικά της μπαρόκ μουσικής είναι:
οι μείζονες και ελάσσονες κλίμακες που αντικαθιστούν τους εκκλησιαστικούς τρόπους
η σταδιακή μετάβαση από την πολυφωνία τουμεσαίωνακαι της Αναγέννησης στην ομοφωνική γραφή, η οποία ολοκληρώνεται τηνεποχή του κλασικισμού
η εμφάνιση νέων μουσικών μορφών, όπως η όπερα καιτο ορατόριο, η μπαρόκ σουίτα, ητριο-σονάτα καιτα κοντσέρτα γκρόσο ή σόλο (concerto grosso, concerto solo)
η εξέλιξη αρκετών μουσικών οργάνων καιη εγκατάλειψη άλλων
τοbasso continuo (συνεχές μπάσο ή βάσιμο)
Η μπαρόκ μουσική είναι έντονα συνδεδεμένη καιμετοχορό. Ειδικότερα, ως τμήματα της μπαρόκ σουίτας, εντάσσονται πολλοί χοροί όπως η γκαβότ (gavotte) ή η μπουρέ (bourrée).
Σημαντικοί συνθέτες της μπαρόκ μουσικής θεωρούνται οι:
Milovanovic, Nicolas (2021). Histoire de l’art: les arts en Europe au XVIIe siècle. Manuels de l’École du Louvre. Παρίσι: Réunion des musées nationaux-Grand Palais. ISBN978-2-904187-51-3.