ΟΌλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας,[2][3] γνωστό παγκοσμίως γιατο μυθολογικό του πλαίσιο, καθώς στην κορυφή του (Μύτικας, ακριβές υψόμετρο 2.917,727[1] μέτρα) κατοικούσαν οιΔώδεκα «Ολύμπιοι» Θεοί σύμφωνα μετη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Είναι επίσης το δεύτερο σε ύψος βουνό σταΒαλκάνια, με πρώτο τηΡίλα (περίπου 7 μέτρα διαφορά) στηΒουλγαρία.[4][5]Ο συμπαγής ορεινός του όγκος βρίσκεται στα όρια[6] της ΘεσσαλίαςμετηΜακεδονία,μια σειρά από ψηλές κορυφές που αυλακώνουν βαθιές χαράδρες, γύρω από τις οποίες εκτείνεται μια περιοχή ιδιαίτερης βιοποικιλότητας. Γιατην προστασία της περιοχής, ανακηρύχθηκε το 1938 ως ο πρώτος Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας, ενώ αργότερα τοελληνικό υπουργείο Πολιτισμού ανακήρυξε τον Όλυμπο ως αρχαιολογικό και ιστορικό τόπο λόγω των διάσπαρτων μνημείων του.[7]
Γιατην ετυμολογία της ορεωνυμίας «Όλυμπος» έχουν εκφραστεί διάφορες εκδοχές (ουρανός, λαμπρός, ψηλός, βράχος κ.ά.). Σύμφωνα με μία εκδοχή, η λέξη Όλυμπος είναι προελληνικό τοπωνύμιο άγνωστης προέλευσης, του οποίου η αρχική σημασία θα πρέπει να ήταν απλά «βουνό».[8]
Ο Όλυμπος, το υψηλότερο βουνό της Ελλάδας βρίσκεται στα νοτιοδυτικά όρια της ΜακεδονίαςμετηΘεσσαλία, ορίζοντας τα σύνορα των νομών ΠιερίαςκαιΛάρισας. Η επίδραση της βροχής καιτου ανέμου σε συνδυασμό με τις συχνά βίαιες δυνάμεις της φύσης διαμόρφωσαν τη σημερινή μορφή του Ολύμπου που υψώνεται σχεδόν στα 3.000 μέτρα. Βρίσκεται περίπου 18 χλμ. από την παραλία τουΛιτόχωρου.
Τα όρια του βουνού εκτείνονται σχεδόν κυκλικά σε περίμετρο 150 χλμ., με μέση διάμετρο 26 χλμ. ως εξής: στα βορειοδυτικά, ξεκινώντας από το βλαχοχώρι τουΚοκκινοπηλού, το Μακρύρεμα χωρίζει τον Όλυμπο από τον ορεινό όγκο της Βουλγάρας και στις βορειοανατολικές υπώρειες συναντούμε τα χωριά Πέτρα, ΒροντούκαιΔίον ενώ στην ανατολική πλευρά υπάρχει η κωμόπολη τουΛιτόχωρου, όπου καταλήγει το φαράγγι τουΕνιπέα (Βύθου), που κόβει στη μέση τον ορεινό όγκο. Στη νοτιοανατολική πλευρά η χαράδρα της Ζηλιάνας αποτελεί φυσικό διαχωριστικό όριο από τον Κάτω Όλυμπο ενώ στις νοτιοδυτικές υπώρειες βρίσκονται τα χωριά ΣυκαμινέακαιΚαρυά. Δυτικά τα όρια ορίζονται από τη Μονή Αγίας Τριάδας Σπαρμού καιτο χωριό Πύθιο.
Στις υπώρειες του Ολύμπου εκτείνεται τοΞηροκάμπι, ζώνη με χαμηλή βλάστηση και μικροπανίδα καιπιο ανατολικά η εύφορη πεδιάδα του Δήμου Δίου, την οποία διασχίζουν τα ρέματα του Ολύμπου, προτού καταλήξουν στοΘερμαϊκό Κόλπο.
Ο Όλυμπος είναι ένα συμπαγές, σχετικά μικρό σε έκταση (600 τετραγωνικά χιλιόμετρα) αλλά πολύκορφο και βραχώδες βουνό με σχεδόν κυκλικό σχήμα. Από τα σχετικά νεώτερα βουνά, αφού η ηλικία των κυρίως πετρωμάτων του υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνά τα 200.000.000 χρόνια, όταν το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδας -και της Μεσογείου- βρισκόταν στον πυθμένα μιας ρηχής θάλασσας, όπου αποτέθηκαν τα κύρια υλικά, από τα οποία αργότερα σχηματίσθηκαν τα σημερινά πετρώματα. Τα διάφορα γεωλογικά γεγονότα που ακολούθησαν, προκάλεσαν την ανάδυση όλης της περιοχής καιτον βυθό της Θάλασσας.
Πριν από 1.000.000 χρόνια οι παγετώνες κάλυψαν τον Όλυμπο και δημιούργησαν τα πλατώματα καιτα κοιλώματα του βουνού. Μετην άνοδο της θερμοκρασίας που ακολούθησε οι πάγοι έλιωσαν καιοι χείμαρροι που δημιουργήθηκαν παρέσυραν μεγάλες ποσότητες θρυμματισμένων πετρωμάτων στα χαμηλότερα σημεία σχηματίζοντας τα αλλουβιακά ριπίδια που απλώνονται σ' ολόκληρη την περιοχή από τους πρόποδες του βουνού μέχρι την θάλασσα.
Η πολύπλοκη γεωλογική ιστορία της περιοχής καταφαίνεται και από τη μορφολογία του Εθνικού Δρυμού και όλου του Ολύμπου: Χαρακτηριστικό του είναι οι βαθιές χαράδρες καιοι δεκάδες ομαλές κορυφές, αρκετές από τις οποίες με υψόμετρο πάνω από 2.000 μ., όπως ο Άγιος Αντώνιος (2.815 μ.),ο Καλόγερος (2.700 μ.), η Τούμπα (2.801 μ.) καιο Προφήτης Ηλίας (2.803 μ.). Ωστόσο, οι κεντρικές, σχεδόν κάθετες βραχώδεις κορυφές είναι αυτές που εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη, στο ύψος του Λιτόχωρου όπου το ανάγλυφο του βουνού διαγράφει στον ορίζοντα ένα εμφανές «V» ανάμεσα σε δύο σχεδόν ισοϋψείς κορυφές: Στο αριστερό σκέλος είναι η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, οΜύτικας (γνωστή και ως Πάνθεον[9] - 2.917,727 μ.) ενώ στο δεξιό, τοΣτεφάνι («Θρόνος Διός» – 2.909,94 μ.[10]), συνιστά τηνπιο εντυπωσιακή και απόκρημνη κορυφή του Ολύμπου, μετα τελευταία 200 μ., που υψώνονται κατακόρυφα, να είναι ταπιο απαιτητικά στην ανάβαση. Νοτιότερα, τοΣκολιό (τρίτη σε ύψος κορυφή στα 2.905,45 μέτρα[10]), ολοκληρώνει ένα τόξο περίπου 200 μοιρών, με τις ορθοπλαγιές να σχηματίζουν στη δυτική πλευρά ως τείχος μια εντυπωσιακή βαραθρώδη αμφιθεατρική κοιλότητα βάθους 700 μ. και περιφέρειας 1.000 μ.: τα «Μεγάλα Καζάνια». Στην ανατολική πλευρά των ψηλών κορυφών, οι απότομες πλαγιές τους σχηματίζουν παράλληλες ζωνοειδείς πτυχώσεις, τα «Ζωνάρια». Από εκεί, ακόμα στενότερες και απότομες χαρακώσεις, τα «Λούκια» οδηγούν στην κορυφή.
Στη βόρεια πλευρά, ανάμεσα στο Στεφάνι καιτον Προφήτη Ηλία, εκτείνεται το «Οροπέδιο των Μουσών» στα 2.550 μ. ενώ νοτιότερα, στο κέντρο σχεδόν του ορεινού όγκου, συναντάμε το εκτεταμένο αλπικό λιβάδι της Μπάρας σε υψόμετρο 2.350 μ.
Οι πολλές χαράδρες και ρεματιές δίνουν στον Όλυμπο μια εικόνα σπάνιας ομορφιάς. Χαρακτηριστικότερες χαράδρες αυτή του Μαυρόλογγου-Ενιπέα (14 χλμ.) καιτου Μαυρατζά-Σπαρμού (13 χλμ.) που ενώνονται σχεδόν στη θέση Μπάρα και «κόβουν» τον ορεινό όγκο σε δύο ελλειψοειδή τμήματα. Στους νότιους πρόποδες, η μεγάλη ρεματιά της Ζιλιάνας, μήκους 13 χλμ. αποτελεί φυσικό σύνορο που χωρίζει το βουνό από τον Κάτω Όλυμπο. Επίσης υπάρχουν αρκετά βάραθρα καθώς καιμια σειρά από σπήλαια, πολλά από τα οποία μένουν ακόμα ανεξερεύνητα.
Η φύση καιη διάταξη των πετρωμάτων σε συνδυασμό μετο κλίμα ευνοούν την εμφάνιση πολλών πηγών, κυρίως κάτω από τα 2.000 μ., μικρών εποχιακών λιμνών και χειμάρρων, και ενός μικρού ποταμού, τουΕνιπέα, πουοι πηγές του βρίσκονται στη θέση Πριόνια καιοι εκβολές τουστο Αιγαίο.
Το σχήμα του Ολύμπου, η πολύμορφη και ευμετάβλητη γοητεία της φύσης του, οι ψηλές κορυφές του, γεμάτες ομίχλη και χαμηλά σύννεφα που φέρνουν συχνά καταιγίδες, προκάλεσαν δέος και θαυμασμό στον προϊστορικό άνθρωπο που κατοίκησε στους πρόποδές του, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλύπτει σήμερα ευρήματα από οικισμούς της εποχής του σιδήρου. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι της περιοχής θα δημιουργήσουν τους θρύλους που αργότερα θα αποδώσουν τοΔωδεκάθεοτων Αρχαίων Ελλήνων.
Οι δώδεκα θεοί κατοικούν στα φαράγγια, «τις πτυχές του Ολύμπου» όπως τα αποκαλεί οΌμηρος- όπου βρίσκονται καιτα παλάτια τους. Το Πάνθεον (ο σημερινός Μύτικας), είναι το σημείο συνάντησής τους. Ο θρόνος τουΔία (το σημερινό Στεφάνι), φιλοξενεί αποκλειστικά τον αρχηγό των θεών, τον Δία (Ζευς). Ο Όλυμπος στηνΙλιάδα ονομάζεται μέγας, μακρύς, αιγλήεις (δηλ. λαμπρός), πολύδενδρος.
Στις ανατολικές παρυφές του Ολύμπου, στηνΠιερία, η μυθολογική παράδοση τοποθέτησε τις εννέα Μούσες, προστάτιδες των Καλών Τεχνών, θυγατέρες του Δία και της Τιτανίδας Μνημοσύνης.
Η ιστορία στάθηκε πολυτάραχη στον Όλυμπο, η ευρύτερη περιοχή του οποίου, πέρα από ιερό προσκύνημα, αποτέλεσε πεδίο μαχών γιατον έλεγχο της πρόσβασης από τηΘεσσαλίαστηΜακεδονία από τα αρχαία χρόνια. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίαςτο βουνό υπήρξε κρησφύγετο και ορμητήριο διασήμων κλεφτώνκαιαρματολών.
Στον Όλυμπο ιδρύθηκε το δεύτερο αρματολίκι στην Ελλάδα, με επικεφαλής τον Καρά Μιχάλη, το1489. Η δράση των κλεφτών στον Όλυμπο έκαναν τους Τούρκους να ξεσπάσουν την οργή τους στη σύμμαχο των κλεφτών (στα τέλη του 17ου αιώνα) Μηλιά, την οποία κατέστρεψαν. Την περίοδο εκείνη έδρα του αρματολικίου του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας γίνεται τοΛιβάδι Ολύμπουκαι πρώτος αναγνωρισμένος διοικητής του ανέλαβε οΠάνος Ζήδρος. Το 18ο αιώνα οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αντικαταστήσουν τους αρματολούς (οι οποίοι μεταπήδησαν πολλές φορές στην τάξη των κλεφτών) μεΤουρκαλβανούς αρματολούς, οι οποίοι λυμαίνονταν την ύπαιθρο της Μακεδονίας. Ωστόσο, μέχρι τη συνθηκολόγησή τους μετονΑλή Πασά, οι αρματολοί του Ολύμπου δε σταμάτησαν να αγωνίζονται σε στεριά καισε θάλασσα. Μεγάλα ονόματα που έδρασαν εκεί καισε άλλες περιοχές συμπεριλαμβάνουν τονΝικοτσάρα, τονΓεωργάκη Ολύμπιοκαιτην οικογένεια τωνΛαζαίων.
Στις αρχές του 20ού αιώνα έως καιτα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, έδρασαν εδώ ληστές -γνωστότερος ο διαβόητος Γιαγκούλας. Κατά την εισβολή των Γερμανών το 1941 ο ελληνικός στρατός μαζί με μονάδες ΝεοζηλανδώνκαιΑυστραλών έδωσαν σημαντικές μάχες. Αμέσως μετά φώλιασε εδώ ηΕθνική Αντίσταση ενώ λίγο αργότερα στο Λιτόχωρο άναψε η σπίθα που οδήγησε στονεμφύλιο.
Στις κορυφές του Ολύμπου, «Πάνθεον» και «Θρόνο Διός» (Μύτικας και Στεφάνι αντίστοιχα), όπου τοποθέτησαν την κατοικία του Δωδεκάθεου, οι αρχαίοι πιθανότατα δεν επιχείρησαν ποτέ να πατήσουν, όπως φανερώνει η απουσία σχετικών στοιχείων. Φθάνανε όμως σίγουρα μέχρι την πλησιέστερη κορυφή, που σήμερα ονομάζεται Άγιος Αντώνιος, απ'όπου είχαν οπτική επαφή μετην κορυφή και εκεί άφηναν τα αφιερώματά τους, όπως μαρτυρούν σχετικά πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα.
Τα νεώτερα χρόνια μια σειρά εξερευνητών προσπάθησε να μελετήσει το βουνό καινα κατακτήσει, ανεπιτυχώς, την κορυφή του: ενδεικτικά αναφέρουμε τον Γάλλο αρχαιολόγο Λεόν Οζέ (1855), τον Γερμανό γεωγράφο Χάινριχ Μπατ (1862) καιτον Γερμανό μηχανικό Ε. Ρίχτερ, πουτο 1911, προσπαθώντας να κατακτήσει την κορυφή πιάστηκε αιχμάλωτος από ληστές, που πιθανότατα είχαν πολιτικά κίνητρα, καθώς η περιοχή βρισκόταν ακόμα υπό τουρκικό ζυγό.
Ήταν ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση, στις 2 Αυγούστου[11]του1913, που κατακτήθηκε η απάτητη -μέχρι εκείνη τη στιγμή- κορφή του Ολύμπου. Οι Ελβετοί Φρεντερίκ ΜπουασονάκαιΝτανιέλ Μπο Μποβί, μετη βοήθεια ενός κυνηγού αγριοκάτσικων από το Λιτόχωρο, τουΧρήστου Κάκαλου, έγραψαν το όνομά τους στην ιστορία της ψηλότερης κορυφής της Ελλάδας. Ο Κάκαλος, που είχε μεγάλη εμπειρία στον Όλυμπο, ήταν καιο πρώτος από τους τρεις που σκαρφάλωσε στο Μύτικα. Στη συνέχεια και μέχρι το θάνατό του, το 1976, θα γίνει ο επίσημος οδηγός του Ολύμπου. Μαζί τουθα κατακτήσει το 1921 ο Ελβετός Μαρσέλ Κουρτς τη δεύτερη κορυφή του Ολύμπου, το Στεφάνι, δίνοντας τουγια πρώτη φορά καιτο υψόμετρό του (2.909,94μ.), όπως έδωσε καιστον Μύτικα (2.917,85 μ.)[10]μετην μέθοδο της στερεο-φωτογραμμετρίας.
Αποτέλεσμα των εξερευνήσεων του Κουρτς ήταν η έκδοση, το 1923, του βιβλίου «Le Monte Olympé»[12]που περιελάμβανε καιτον πρώτο λεπτομερή χάρτη των κορυφών.[13]Το 1928 θα ανεβεί μετον Κάκαλο στον Όλυμπο καιο ζωγράφος Βασίλης Ιθακήσιος, φθάνοντας στη σπηλιά πουθα ονομάσει «Άσυλο των Μουσών» καιθα περάσει πολλά καλοκαίρια, ζωγραφίζοντας θέματα από το βουνό. Αργότερα, ο Όλυμπος θα φωτογραφηθεί καιθα χαρτογραφηθεί αναλυτικά ενώ στις πιο απόκρημνες κορυφές τουθα λάβουν χώρα μια σειρά από επιτυχημένες αναρριχήσεις καθώς και χειμερινές αναβάσεις υπό δύσκολες καιρικές συνθήκες.
Ολόκληρος ο Πιερικός Όλυμπος κηρύχθηκε αρχαιολογικός και ιστορικός χώρος προκειμένου να διαφυλαχθεί η μνημειακή και ιστορική του όψη. Στα 5 χλμ. από την θάλασσα, βρίσκεται τοΔίον, ιερή πόλη τωναρχαίων Μακεδόνων αφιερωμένη στο Δία και στους δώδεκα Θεούς. Η ακμή του τοποθετείται ανάμεσα στον 5οπ.Χ. καιτον 5ομ.Χ. αιώνα. Οι συνεχιζόμενες ανασκαφές, που άρχισαν το 1928, αποκάλυψαν πλούσια ευρήματα της μακεδονικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Σήμερα, ένα μοναδικό αρχαιολογικό πάρκο 2.000 στρεμμάτων περιμένει τον επισκέπτη στο Δίον, μετην αρχαία πόλη και τους λατρευτικούς χώρους-ιερά, που βρισκόταν έξω από τα τείχη της. Πολλά αγάλματα και άλλα ανεκτίμητης αξίας αντικείμενα φυλάσσονται στο γειτονικό μουσείο του Δίου.
ΗΠίμπλειακαιταΛείβηθρα, άλλες δύο αρχαίες πόλεις στην περιοχή του Ολύμπου, σχετίζονται μετον μύθο τουΟρφέακαιταορφικά μυστήρια. Τον Ορφέα, γιοτου Απόλλωνα και της Μούσας Καλλιόπης, η παράδοση θέλει να διδάσκει από εδώ τις μυστηριακές τελετές λατρείας τουΔιονύσου. Δίπλα στη θάλασσα, σε στρατηγική θέση στις πύλες της Μακεδονίας, ορθώνεται τοκάστροτουΠλαταμώνα, που κτίστηκε ανάμεσα στον 7οκαι 10 μ.Χ. αιώνα στην αρχαία πόλη Ηράκλεια.
Στην περιοχή του Ολύμπου υπάρχουν και αρκετά χριστιανικά μνημεία, ανάμεσά τους καιτο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, στην ομώνυμη κορυφή (2.803 μ.), το οποίο κτίστηκε τον 16ο αιώνα από τονΌσιο Διονύσιο τονεν Ολύμπω, που ίδρυσε καιτην σημαντικότερη μονή της περιοχής.
ΗΠαλαιά Μονή Αγίου Διονυσίου βρίσκεται σε υψόμετρο 820 μ. μέσα στη χαράδρα του ποταμού Ενιπέα, που είναι και οδικά προσβάσιμη από το Λιτόχωρο. Λεηλατήθηκε και κάηκε από τους Τούρκους, ενώ το 1943 καταστράφηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, που υποπτεύονταν ότι αποτελούσε άντρο ανταρτών. Σήμερα έχει μερικώς αναστηλωθεί και λειτουργεί ως μετόχι της Νέας Μονής Διονυσίου, που βρίσκεται έξω από το Λιτόχωρο. Κοντά στο παλιό μοναστήρι, υπάρχει ακόμα το παρεκκλήσι της Γέννησης, σε ένα τοπίο μέσα σε ένα σπήλαιο μεμια πηγή που αναβλύζει από το βράχο, όπου και πρωτομόνασε ο Όσιος Διονύσιος. Η μνήμη του Οσίου Διονυσίου εορτάζεται στις 23 Ιανουαρίου.
Σε δεσπόζουσα θέση σε υψόμετρο 820 μ. στην χαράδρα της Ζηλιάνας, στις νότιες παρυφές του Ολύμπου βρίσκεται η Μονή Κανάλων, σε απόσταση 8 χλμ. από το χωριό Καρυά. Ιδρύθηκε το 1684 και από το 2001 ανακαινίστηκε και λειτουργεί ως γυναικεία μονή. Δυτικότερα, στην έξοδο του ρέματος του Μαυρατζά καισε υψόμετρο 1.020 μ. βρίσκεται ηΜονή Αγίας Τριάδας του Σπαρμού, που ήκμασε στις αρχές του 18ου αιώνα και διέθετε μεγάλη περιουσία και βοήθησε να ιδρυθεί η μεγάλη σχολή της Τσαριτσάνης. Είχε εγκαταλειφθεί το 1932 και από το 2000 ανακαινίστηκε πλήρως και επαναλειτουργεί ως αντρικό μοναστήρι, υπαγόμενο στηΜητρόπολη Ελασσόνας.
Σε γενικές γραμμές το κλίμα στον Όλυμπο μπορεί να χαρακτηριστεί μεσογειακού τύπου με ηπειρωτική επίδραση. Οι κατά τόπους διαφοροποιήσεις που παρουσιάζονται, είναι αποτέλεσμα της επίδρασης της θάλασσας καιτου έντονου ανάγλυφου της περιοχής.
Στις χαμηλότερες περιοχές (Λιτόχωροκαι πρόποδες) το κλίμα είναι τυπικά μεσογειακό, δηλαδή θερμό και ξηρό το καλοκαίρι – υγρό και ψυχρό τον χειμώνα. Στις υψηλότερες περιοχές είναι πιο υγρό καιπιο τραχύ, με εντονότερα φαινόμενα: σ' αυτές τις περιοχές πέφτει συχνά χιόνι όλο το χειμώνα, ενώ η βροχή καιτο χιόνι είναι συνηθισμένα φαινόμενα καιτο καλοκαίρι. Η θερμοκρασία κυμαίνεται το χειμώνα από -10 °C μέχρι 20 °C καιτο καλοκαίρι γενικά από 0 °C μέχρι 20 °C, ενώ οι άνεμοι είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Σε γενικές γραμμές, κάθε 200 μ. υψόμετρου η θερμοκρασία πέφτει κατά 1 °C. Όσο ανεβαίνει το υψόμετρο, τα φαινόμενα γίνονται εντονότερα καιοι διακυμάνσεις στη θερμοκρασία καιτην υγρασία συχνά απότομες. Οι παραθαλάσσιες βορειανατολικές πλευρές του Ολύμπου δέχονται περισσότερες βροχές από τις ηπειρωτικές νοτιοδυτικές, με αποτέλεσμα σαφή διαφορά στη βλάστηση, που είναι πλουσιότερη στις πρώτες. Οπιο θερμός μήνας είναι ο Αύγουστος ενώ οπιο ψυχρός ο Φεβρουάριος.
Η ψηλότερη ζώνη του βουνού, πάνω από τα 2.000 μ., καλύπτεται από χιόνια για εννέα περίπου μήνες (Σεπτέμβριο - Μάιο). Σε ορισμένα σημεία οι άνεμοι συγκεντρώνουν χιόνι πάχους 8-10 μέτρων (ανεμοσούρια), ενώ σε μερικές βαθιές χαράδρες το χιόνι διατηρείται σε όλη τη διάρκεια του έτους (αιώνιο χιόνι). Γιατην αλπική αυτή περιοχή του Ολύμπου έγιναν μετρήσεις τη δεκαετία του 1960 από το πρώτο ορεινό μετεωροσκοπείοστην Ελλάδα, που λειτούργησε στην κορυφή Άγιος Αντώνιος (2.815 μ.), παρέχοντας μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία γιατο κλίμα του βουνού. Η μέση θερμοκρασία είναι -5 °C το χειμώνα και 10 °C το καλοκαίρι. Τα μέσα ετήσια βροχομετρικά ύψη κυμαίνονται από 149 cm στα Πριόνια (1.100 μ.) έως 170 cm στον Άγιο Αντώνιο, από τα οποία τα μισά περίπου είναι καλοκαιρινές βροχοπτώσεις-χαλαζοπτώσεις καιτα υπόλοιπα χειμερινές χιονοπτώσεις. Μέσα στην ίδια ημέρα ο καιρός μπορεί να αλλάξει αρκετές φορές.
Τους καλοκαιρινούς μήνες οι βροχοπτώσεις είναι πολύ συχνές και συνήθως εκδηλώνονται ως απογευματινές καταιγίδες, που αρκετές φορές συνοδεύονται από χαλαζόπτωση και ισχυρούς ανέμους. Παρ' όλα αυτά, οι πηγές νερού πάνω από τα 2.000 μ. είναι σπάνιες καιοι επισκέπτες θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε να έχουν πάντα μαζί τους νερό και φυσικά τον απαραίτητο ρουχισμό για κάθε καιρικό ενδεχόμενο.
Η έρευνα των φυτών του Ολύμπου άρχισε πριν 150 χρόνια: το 1836 ο Γάλλος βοτανολόγος Οσέρ-Ελουά μελέτησε τα φυτά του Ολύμπου. Σύμφωνα με τις μελέτες τους, οΕθνικός Δρυμός χαρακτηρίζεται από τις πλουσιότερες σε χλωρίδα περιοχές της Ελλάδας, με περίπου 1.700 είδη και υποείδη, που αντιστοιχούν περίπου στο 25% της ελληνικής χλωρίδας. Από αυτά, τα 187 χαρακτηρίζονται ως σημαντικά, 56 είναι ενδημικά ελληνικά εκτων οποίων 23 τοπικά ενδημικά, δηλ. βρίσκονται μόνο στον Όλυμπο και 16 είναι σπάνια στην Ελλάδα ή και εμφανίζουν τα ακραία όρια εξάπλωσής τους στη Βόρεια Ελλάδα. Τα περισσότερα από αυτά που βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο είναι τα συνηθισμένα μεσογειακά και κεντροευρωπαϊκά είδη. Το είδος Jankaea heldreichii, φυτικό λείψανο από τηνεποχή των παγετώνων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους επιστήμονες.
Η έντονη ποικιλότητα του ανάγλυφου, ο διαφορετικός προσανατολισμός των πλαγιών καιη θέση τους σε σχέση μετην Θάλασσα επηρεάζουν κατά τόπους το κλίμα του Ολύμπου με αποτέλεσμα να επικρατούν τοπικές συνθήκες μικροκλίματος πουσε συνδυασμό μετο γεωλογικό υπόβαθρο καιτο έδαφος, ευνοούν την ανάπτυξη ιδιαιτέρων τύπων βλάστησης και χαρακτηριστικών βιοτόπων αντίστοιχα.
Η βλάστηση του Ολύμπου και ιδιαίτερα η κατατομή της, παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες.[14] Γενικά, η βορειοανατολική πλευρά του Ολύμπου είναι πυκνά δασωμένη και ναπώδης, αφού δέχεται και τις περισσότερες βροχές, ενώ η νοτιοδυτική έχει σημαντικά αραιότερη βλάστηση. Επίσης, ενώ στις γειτονικές οροσειρές των Πιερίων, του Κάτω Ολύμπου και της Όσσας υπάρχει μια σαφής διαδοχή των ζωνών βλάστησης, ακολουθώντας το υψόμετρο, στον Όλυμπο παρατηρείται αναρχία στη διαδοχή των ζωνών βλάστησης. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία μικροκλιμάτων που δημιουργεί το ανάγλυφο της περιοχής.
Από το υψόμετρο των 300 μ. μέχρι καιτα 500 μ. απαντάται η μεσογειακή ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων (μακκία). Εκτός από τηναριά (Quercus ilex) καιτηγλυστροκουμαριά (Arbutus andrachne), απαντώνται τοπουρνάρι (Quercus coccifera), ηήμερη κουμαριά (Arbutus unedo), τοφυλλίκι ή ή φυλλιρέα (Phillyrea latifolia), ηδάφνη (Laurus nobilis), τοαγριόκεδρο (Juniperus oxycedrus) και άλλα. Από τα φυλλοβόλα είδη τα συνηθέστερα είναι οφράξος (Fraxinus ornus), τοτρίλοβο σφενδάμι (Acer monspessulanum), ηκουτσουπιά (Cercis siliquastrum), ηκοκορεβιθιά (Pistacia terebinthus), οκότινος (Cotinus coggygria), ηοστρυά (Ostrya carpinifolia), ηκρανιά (Cornus mas) και άλλα.
Η ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων αντικαθίσταται βαθμιαία από τα οικοσυστήματα της μαύρης πεύκης (Pinus nigra var.pallasiana) που σχηματίζει συμπαγείς συστάδες και είναι χαρακτηριστικό ότι λείπει παντελώς η ενδιάμεση ζώνη των φυλλοβόλων δρυών, ανκαι άτομα των ειδών αυτών απαντώνται σποραδικά μέσα σε συστάδες μαύρης πεύκης. Στις βόρειες πλαγιές της κοιλάδας του Ξηρόλακκου καισε υψόμετρο μεταξύ 600 και 700 μ. βρίσκεται υψηλό δάσος χνοώδους δρυός (Quercus pubescens) εκτάσεως περίπου 1.200 στρ..
Η μαύρη πεύκη κυριαρχεί στην ανατολική και βόρεια πλευρά του βουνού από τα 500 έως τα 1.700 μ. υψόμετρο.
Στη ζώνη αυτή εμφανίζεται επίσης ηυβριδογενής ελάτη (Abies hybridogenus borissi-regis) σε μικρές ομάδες και λόχμες, μέχρι και μικρές συστάδες, ιδιαίτερα στη χαμηλότερη περιοχή και στις θέσεις Ναούμη (δυτικά) και Σταλαματιά και Παλιόκαστρο (ανατολικά), όπου απαντάται σε μίξη μετη μαύρη πεύκη καιτορόμπολο (Pinus heldreichii). Επίσης, στη ζώνη αυτή απαντάται καιηοξιά (Fagus sylvatica), η οποία, ενώ στα γειτονικά βουνά της Όσσας καιτων Πιερίων δημιουργεί εκτεταμένη ζώνη βλάστησης, στον Όλυμπο περιορίζεται σε μικρές συστάδες, που εμφανίζονται σαν νησίδες και βρίσκονται κυρίως στις υγρότερες θέσεις καιστα καλύτερα εδάφη.
Ιδιαίτερα πλούσια ποικιλία δένδρων και θάμνων βρίσκεται στην κοιλάδα του Ενιπέα. Εκεί μπορεί ναδει κανείς τηφτελιά (Ulmus glabra), τηναγριοκερασιά (Prunus cerasifera), τονίταμο (Taxus baccata), τηλεπτοκαρυά (Corylus avellana), τοαρκουδοπούρναρο (Ilex aquifolium), τηνκρανιά (Cornus mas), οφράξος (Fraxinus ornus) καιτοσφενδάμι (Acer monspessulanum) καιμια σημαντική ποικιλία από ποώδη φυτά. Τα φαράγγια καιοι ρεματιές καλύπτονται από πλατάνια (Platanus orientalis), ιτιές (Salix cínerea), σκλήθρα και παρόχθια βλάστηση.
Το χαρακτηριστικό είδος της ζώνης αυτής είναι τορόμπολο (Pinus heldreichii). Το σπάνιο αυτό είδος πεύκης εμφανίζεται σποραδικά από τα 1000 μ. υψόμετρο και βαθμιαία αντικαθιστά τη μαύρη πεύκη, ενώ από τα 1400 μ. και πάνω, δημιουργεί σχεδόν αμιγές δάσος. Από τα 2000 μ. υψόμετρο το δάσος αρχίζει και αραιώνει, ενώ φτάνει μέχρι τα 2750 μ. δημιουργώντας έτσι το υψηλότερο δασοόριο (ανώτατο όριο στο οποίο αναπτύσσονται δάση) των Βαλκανίων και της Ευρώπης γενικότερα.
Χαρακτηριστικό του είδους αυτού είναι ότι πάνω από τα 2500 μ., τα δέντρα αποκτούν μια έρπουσα μορφή. Η περιοχή που αναπτύσσεται το ρόμπολο είναι συνήθως ξηρή καιοι πλαγιές πετρώδεις. Στη ζώνη αυτή δεν υπάρχουν πηγές ή ρέματα με νερό. Η βλάστηση που αναπτύσσεται στην περιοχή αυτή είναι προσαρμοσμένη στις ειδικές τοπικές συνθήκες και αντιπροσωπεύεται από χαρακτηριστικούς θάμνους, αγρωστώδη, χασμόφυτα κ.ά., ενώ η χλωρίδα περιλαμβάνει πολλά ενδημικά είδη των Βαλκανίων.
Μετά τη ζώνη του ρόμπολου ακολουθεί μια εκτεταμένη και γυμνή από δέντρα ζώνη με αλπικά λιβάδια, που συντίθεται από μωσαϊκό λιβαδικών οικοσυστημάτων, ανάλογα μετο ανάγλυφο, την κλίση καιτον προσανατολισμό του εδάφους. Σε γενικές γραμμές η αλπική αυτή βλάστηση, στην οποία συναντώνται περισσότερα από 150 είδη φυτών, διακρίνεται σε λιβάδια με χιονοστρώσεις, χλοώδεις βάλτους, αλπικούς λιθώνες και σχισμές βράχων. Στα λιβάδια, στους βράχους και στις απότομες πλαγιές ζουντα περισσότερα ενδημικά φυτά του Ολύμπου, κυρίως μερικά από τα ωραιότερα ελληνικά αγριολούλουδα. Από αυτά τα μισά βρίσκονται μόνο στην Βαλκανική χερσόνησο καιτα 23 μόνο στον Όλυμπο και πουθενά αλλού.
Η πανίδα του Ολύμπου, πουδεν έχει μελετηθεί συστηματικά μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει σημαντική ποικιλία και χαρακτηρίζεται από την παρουσία σημαντικών, σπάνιων και απειλούμενων ειδών. Τα μεγάλα θηλαστικά, που ζούσαν παλαιότερα στην περιοχή, όπως το ελάφι, έχουν πλέον εξαφανιστεί από τον Όλυμπο. Στην αρχαιότητα υπήρχαν λιοντάρια (Παυσανίας) ενώ τουλάχιστον μέχρι τον 16ο αιώνα υπήρχαν αρκούδες (Βίος Αγίου Διονυσίου του Νεωτέρου).
Έχουν καταγραφεί 32 είδη θηλαστικών, στα οποία περιλαμβάνονται το αγριόγιδο (Rυρicapra rupicapra), το ζαρκάδι (Capreolus capreolus), το αγριογούρουνο (Sus scrofa), η αγριόγατα (Felis sylvestris), το κουνάβι (Martes foina), η αλεπού (Vulpes vulpes), ο σκίουρος (Sciurus vulgaris) κ.ά. Έχουν εντοπιστεί επίσης 108 είδη πτηνών (όπως τσιχλογέρακο, μαυρόγυπας, πετροπέρδικα, λευκοπελαργός, αγριοπερίστερο, κοκκινολαίμης, χρυσογέρακο, πετρίτης, δεντρογέρακο, χρυσαετός, φιδαετός, σταυραετός, τσαλαπετεινός) πολλά από τα οποία, ιδιαίτερα τα αρπακτικά, είναι σπάνια και προστατεύονται αυστηρά από διεθνείς συμβάσεις.
Υπάρχουν ακόμα τα συνηθισμένα ερπετά του ελληνικού χώρου (22 είδη όπως φίδια, χελώνες, σαύρες κ.λπ.) και ορισμένα αμφίβια (8 είδη) στα ρέματα και τις εποχιακές λίμνες, καθώς καιμια μεγάλη ποικιλία εντόμων, κυρίως πεταλούδες, για τις οποίες ο Όλυμπος φημίζεται.
Ο Όλυμπος ήταν η πρώτη περιοχή στην Ελλάδα γιατην οποία εφαρμόστηκε πριν από 50 χρόνια, ειδικό καθεστώς προστασίας, μετην κήρυξή του ως Εθνικού Δρυμούτο 1938. Σκοπός της κήρυξης αυτής ήταν «...η διατήρηση στο διηνεκές του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, δηλαδή της άγριας χλωρίδας, της πανίδας καιτου φυσικού τοπίου, καθώς καιτων πολιτιστικών και άλλων αξιών της...». Ακόμα, η ανακήρυξη του Δρυμού έγινε με σκοπό την ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας παράλληλα μετην περιβαλλοντική εκπαίδευση του κοινού καιτην ανάπτυξη του τουρισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Με ειδική νομοθεσία έχει απαγορευτεί κάθε είδους εκμετάλλευση στην ανατολική πλευρά του βουνού σε έκταση 40.000 στρεμμάτων περίπου που αντιπροσωπεύει τον πυρήνα του Δρυμού. Μια ευρύτερη περιοχή γύρω από τον πυρήνα, χαρακτηρίστηκε «περιφερειακή ζώνη του Δρυμού», ώστε η διαχείριση και εκμετάλλευσή της να γίνεται έτσι ώστε ναμην επηρεάζει αρνητικά την προστασία του πυρήνα.
Σήμερα, μετά από ειδική μελέτη, ο Δρυμός έχει επεκταθεί σεμιαν έκταση 234.000 στρεμμάτων. Διοικητικά ο Δρυμός ανήκει στους Νομούς Πιερίας και Λάρισας, η οριογραμμή του διατρέχει περιοχές των δήμων Δίου, Λιτοχώρου, Ανατολικού Ολύμπου, Πέτρας, Ολύμπου και της κοινότητας Καρυάς. Το χαμηλότερο υψόμετρο βρίσκεται στα 600 μ., ενώ η κορυφή του, ο Μύτικας στα 2.917,727 μ.
Το 1981 ηUNESCO ανακήρυξε τον Όλυμπο «Διατηρητέο Οικοσύστημα της Παγκόσμιας Βιόσφαιρας». Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει συμπεριλάβει τον Όλυμπο στις «Σημαντικές γιατην Ορνιθοπανίδα Περιοχές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας». Έχει επίσης καταχωρηθεί στον κατάλογο του ευρωπαϊκού Δικτύου Natura 2000 ως «ζώνη ειδικής προστασίας» και «τόπος κοινοτικού ενδιαφέροντος».
Μετά την ανακήρυξη του Εθνικού Δρυμού Ολύμπου ο Θεσμός των Εθνικών Δρυμών επεκτάθηκε.
Ο Δρυμός προστατεύεται με ειδική νομοθεσία. Για τους παραβάτες εφαρμόζονται οι διατάξεις τουΝ.Δ. 86/1969, τουΝ.Δ. 996/1971 του νόμου 177/1975 και του νόμου 998/1979. Βάσει του «Ειδικού Κανονισμού», η είσοδος στον Δρυμό επιτρέπεται μόνο από τους υπάρχοντες δρόμους καιη κυκλοφορία επιτρέπεται από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου μόνο στα διαμορφωμένα μονοπάτια. Ο επισκέπτης πρέπει επίσης να ξέρει ότι δεν επιτρέπονται τα παρακάτω:
Η είσοδος σε παιδιά κάτω των 14 χρονών χωρίς συνοδό.
Η στάθμευση σε χώρους άλλους εκτός από τους ειδικούς χώρους στάθμευσης.
Η κοπή δέντρων, η μεταφορά φυτοχώματος, το ξερίζωμα καιη συλλογή θάμνων, φυτών, σπόρων.
Το κυνήγι κάθε ζώου με οποιοδήποτε μέσο σε όλη την διάρκεια του χρόνου.
Η καταστροφή καιη συλλογή φωλιών, αυγών ή νεοσσών και γενικά η ενόχληση και καταστροφή ειδών της πανίδας.
Η πρόκληση ζημιών σε γεωλογικούς σχηματισμούς.
Η ελεύθερη κυκλοφορία οποιονδήποτε ζώων που συνοδεύουν επισκέπτες.
Ο ορεινός όγκος του Ολύμπου βρίσκεται στο μέσο περίπου της ηπειρωτικής Ελλάδας καιη προσπέλασή του είναι εύκολη από το εθνικό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο Αθηνών-Θεσσαλονίκης και από επαρχιακούς δρόμους που συνδέουν τις πόλεις και χωριά γύρω από το βουνό, με κυριότερη βάση για τις εξορμήσεις τη γραφική κωμόπολη του Λιτόχωρου, όπου λειτουργούν αρκετά ξενοδοχεία και ταβέρνες. Επίσης, στην παραλιακή ζώνη της Πιερίας υπάρχουν πολλά κάμπινγκ και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Το πλησιέστερο διεθνές αεροδρόμιο είναι αυτό της Θεσσαλονίκης καιοι κοντινότεροι στον Όλυμπο σιδηροδρομικοί σταθμοί λειτουργούν στοΛιτόχωρο, τηνΚατερίνηκαιτηΛεπτοκαρυά. Υπάρχουν συχνά δρομολόγια των λεωφορείων ΚΤΕΛ ενώ η πιάτσα των Ταξί βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Λιτόχωρου.
Με αεροπλάνο: Αεροδρόμιο «Μακεδονία» Θεσ/νίκης. Απόσταση από την Κατερίνη 80 χλμ. και από την Ελασσόνα 150 χλμ.
Με τρένο: Αθήνα - Λεπτοκαρυά (με απλό τρένο) ή Αθήνα - Κατερίνη (με Intercity) ή Θεσ/νίκη - Λιτόχωρο (με Προαστιακό σε τακτά διαστήματα)
Ο Όλυμπος αναφέρεται ως τοπιο δημοφιλές βουνό της Ελλάδας για πεζοπόρους, ορειβάτες και αναρριχητές. Το εντυπωσιακό του ύψος, η μυθική του γοητεία καιη εύκολη προσβασιμότητα τον καθιστούν πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες από κάθε γωνιά του κόσμου. Οι δρόμοι καιτα μονοπάτια που διασχίζουν τον ορεινό όγκο, δίκτυο άριστα διατηρημένο στην πλειοψηφία του, δίνει την ευκαιρία στον πεζοπόρο καιστον επισκέπτη πουδεν έχει ειδικά ορειβατικά ενδιαφέροντα ή γνώσεις να γνωρίσει από κοντά τον Όλυμπο, τις ποικιλίες της χλωρίδας και της πανίδας καιτο φυσικό κάλλος του. Κυριότερο είναι το Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε4 που κινείται δυτικά από Λιτόχωρο προς τις κορυφές, μέσα από το φαράγγι του Ενιπέα. Επίσης υπάρχει το Εθνικό Μονοπάτι Ο2, που συνδέει τις κορυφές προς τα νότια μετο Πήλιο.
Σε πολλά σημεία υπάρχουν καθιστικά κοντά σε πηγές και βρύσες που προσφέρουν στιγμές ξεκούρασης και περισυλλογής στους επισκέπτες. Η Δασική Υπηρεσία (Διεύθυνση Δασών Πιερίας) έχει τοποθετήσει σε διάφορα σημεία ενημερωτικές πινακίδες μετον χάρτη του Εθνικού Δρυμού και χρήσιμες οδηγίες. Οι επισκέπτες που έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους, ιδανικά μπορούν να ανεβούν στην κορυφή από τη δεύτερη διαδρομή καινα κατεβούν από την πρώτη, διανυκτερεύοντας στα καταφύγια.
Οι καλοκαιρινές αναβάσεις στο Όλυμπο αρχίζουν συνήθως από τις αρχές Ιουνίου και τελειώνουν στο τέλος του Σεπτέμβρη. Είναι η εποχή πουτα καταφύγια κάτω από τις κορυφές είναι ανοικτά καιο καιρός επιτρέπει ανάβαση χωρίς τον εξοπλισμό χιονιού καιτην ορειβατική εμπειρία που απαιτεί ο χειμώνας. Η ανάβαση στις ψηλές κορυφές κατά τη χειμερινή περίοδο μπορεί να γίνει μόνο από έμπειρους ορειβάτες, για τους οποίους υπάρχουν επίσης προκλητικές διαδρομές με αναρριχήσεις στις απότομες ορθοπλαγιές. Οι αρχάριοι επισκέπτες θα πρέπει να περιοριστούν στους θερινούς μήνες, οπότε λειτουργούν κανονικά καιτα καταφύγια.
Οι δύο κύριες διαδρομές γιατην εξερεύνηση του Ολύμπου ξεκινούν από το Λιτόχωρο και φθάνουν μέχρι τις κορυφές του βουνού. Η πρώτη ακολουθεί τη χαράδρα του Ενιπέα καιο επισκέπτης μετά από περίπου πέντε ώρες επίπονης πεζοπορίας, αφού περάσει τη θέση "Πόρτες"[15], το σπήλαιο του Αγίου Διονυσίου[16]καιτη Μονή Αγίου Διονυσίου[17], φθάνει στη Θέση «Πριόνια», (υψόμετρο 1.100 μ.)[17], όπου παλιά λειτουργούσε πριονιστήριο ξυλιάς και σήμερα υπάρχει εστιατόριο για φαγητό, πηγή και θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων. Στην ίδια θέση, στα «Πριόνια», μπορεί να φθάσει κανείς εναλλακτικά καιμε αυτοκίνητο μετά από μια διαδρομή 18 χλμ. (υπάρχει φυλάκιο όπου παρέχονται πληροφορίες γιατον εθνικό δρυμό, στην είσοδό του). Από τα «Πριόνια», ακολουθώντας το Ευρωπαϊκό Μονοπάτι «Ε4» σε δύο και μισή περίπου ώρες ο ορειβάτης φθάνει στις κορυφές του Ολύμπου.
Στην οδική διαδρομή για Πριόνια στο 10o χιλιόμετρο από το Λιτόχωρο, στη θέση «Σταυρός» υπάρχει το καταφύγιο «Δημ. Μπουντόλας» (υψόμετρο 944 μ.) που λειτουργεί, μετά την κατασκευή του δρόμου, κυρίως ως εστιατόριο-καφετέρια. Κατά μήκος του δρόμου υπάρχουν θέσεις όπου μπορεί κανείς να σταματήσει καινα απολαύσει το τοπίο.
Τέσσερα χιλιόμετρα πριν από το τέρμα του δρόμου γιατα Πριόνια, στη θέση «Γκορτσιά» (1.120 μ.), όπου υπάρχει χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, αρχίζει ένα δεύτερο, εναλλακτικό μονοπάτι που οδηγεί στις κορυφές του Ολύμπου. Από το σημείο αυτό μετά από πέντε περίπου ώρες πεζοπορία, αφού περάσει διαδοχικά από τις θέσεις «Μπάρμπα», «Πετρόστρουγγα», «Σκούρτα» και «Λαιμό», ο ορειβάτης φθάνει στο «Οροπέδιο των Μουσών» σε υψόμετρο 2600 μ. όπου λειτουργούν διάφορα καταφύγια. Από εδώ η διαδρομή γιατην κορυφή του βουνού είναι σχετικά εύκολη και φθάνει κανείς σε μία περίπου ώρα.
Οι κύριες διαδρομές ανάβασης στις κορυφές είναι οι εξής:
«Πριόνια - Καταφύγιο Σπήλιος Αγαπητός - Κορυφές»
Από τα 1.100 μ. στα 2.100 μ. του καταφυγίου «Σπήλιος Αγαπητός» σε φαρδύ, όμορφο μονοπάτι μέσα σε δάσος πεύκου και οξιάς. Από το καταφύγιο προς τις καθαρά πεζοπορικές κορυφές «Σκάλα», «Σκολιό», «Άγιο Αντώνιο» καιτον δυσκολότερο «Μύτικα» κινούμαστε σε δάσος με ρόμπολα στην αρχή και αλπικό τοπίο στη συνέχεια με μονοπάτια σε καλή κατάσταση. Από το καταφύγιο προς «Ζωνάρια», «Μύτικα», «Στεφάνι» και «Οροπέδιο των Μουσών» το μονοπάτι είναι άνετο, αλλά σε σαθρό πεδίο, κάτω από λούκια και ορθοπλαγιές. Από το καταφύγιο προς το «Οροπέδιο των υπάρχει καιτο «Κοφτό», συντομότερο αλλά πιο δύσκολο μονοπάτι, με πέρασμα χιονιού μετη βοήθεια συρματόσχοινου.
«Γκορτσιά - Οροπέδιο των Μουσών - Κορυφές»
Από τα 1.100 μ. στα 2.700 μ. του Οροπεδίου των Μουσών. Η διαδρομή περιλαμβάνει πορεία μέσα σε δάσος πεύκου και οξιάς μέχρι τα 2.000 μέτρα, κατόπιν ακολουθεί πορεία σε δάσος με ρόμπολα καιστη συνέχεια σε αλπικό τοπίο με καλό μονοπάτι. Από την κορυφή «Σκούρτα» στα 2.450 μ. μέχρι τα καταφύγια, στενό πέρασμα «Λαιμός» και σαθρό πεδίο «Καγκέλια», με άνετο όμως μονοπάτι οδηγούν στο Οροπέδιο. Μεγάλη διαδρομή χωρίς νερό με πολλές ώρες στην αλπική ζώνη πού σημαίνει απαραίτητα πρωινό ξεκίνημα. Από το Οροπέδιο των Μουσών προς τις καθαρά πεζοπορικές κορυφές «Σκολιό» και «Άγιο Αντώνιο» αλλά και προς τα δυσκολότερα λούκια του «Στεφανιού» καιτου «Μύτικα» οι ορειβάτες κινούνται κάτω από το «Στεφάνι» προς τα «Ζωνάρια» σε σαθρό αλλά φαρδύ μονοπάτι, κάτω από ορθοπλαγιές και λούκια.
«Μύτικας» και «Στεφάνι»
Προσεγγίζουμε χρησιμοποιώντας τις προηγούμενες διαδρομές μετη διαφορά ότι στην τελική προσπάθεια κινούμαστε γιαμια περίπου ώρα σε δύσκολο πεδίο, χωρίς μονοπάτι καιμε κλίσεις που απαιτούν αναρρίχηση.
Α)Από «Σκάλα» προς «Μύτικα»: Εύκολη αναρρίχηση χωρίς υλικά ασφαλείας, σε σαθρό όμως βράχο και τοπικά πολύ ολισθηρό βράχο, με πλάγιο πέρασμα στην αρχή.
Β)Από το «Λούκι» στο «Μύτικα»: Εύκολη αναρρίχηση χωρίς υλικά ασφαλείας, σε σαθρό όμως βράχο με συχνές λιθοπτώσεις, που προκαλούνται από προπορευόμενες ομάδες.
Γ)Από το λούκι του «Στεφανιού»: Τα ίδια μετο «Λούκι» του «Μύτικα» μετη διαφορά ότι η ανάβαση τελειώνει λίγο πριντην κορυφή «Στεφάνι» καθώς γιατα τελευταία μέτρα απαιτούνται υλικά αναρρίχησης.
Στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου λειτουργούν 9 οργανωμένα καταφύγια που παρέχουν διάφορες υπηρεσίες σε τουρίστες, ορειβάτες, αναρριχητές κλπ κάποιες περιόδους ή και κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους, καθώς και 6 καταφύγια ανάγκης, τα οποία δεν διαθέτουν προσωπικό.
Στον Όλυμπο λειτουργούν τα οργανωμένα καταφύγια «Σπήλιος Αγαπητός» (στη θέση «Μπαλκόνι» ή «Εξώστης» στα 2.100 μ.), «Γιώσος Αποστολίδης» (στο οροπέδιο των Μουσών, σε υψόμετρο 2.696 μ.), «Βρυσοπούλες»[19] (στην ομώνυμη θέση, σε υψόμετρο 1.800 μέτρων), «Χρήστος Κάκαλος» (πρώην «Βασιλεύς Παύλος», στο οροπέδιο των Μουσών, σε υψόμετρο 2.648 μ.[20]), «Κορομηλιά» (κοντά στο Ρέμα του Ορλιά στα 1020 μέτρα), «Δημήτριος Μπουντόλας» (στην ανατολική πλευρά του Ολύμπου, σε υψόμετρο 930 μέτρων), «Πετρόστρουγκα» (στο μονοπάτι της διαδρομής Δ10 του Ολύμπου, στα 1900 μέτρα), καθώς και άλλα δύο καταφύγια στις θέσεις «Κορομηλιές» Λεπτοκαρυάς και «Κρεβάτια» Βροντούς (αμφότερα σε υψόμετρο 950 μέτρων).
Ο Όλυμπος είναι ένα βουνό με δύσκολο ανάγλυφο, μεγάλες διαδρομές και απότομες και σαθρές κορυφές. Εντύπωση προκαλούν οι ξαφνικές αλλαγές καιρού με καταιγίδες και πολύ ισχυρούς ανέμους καιοι χαμηλές θερμοκρασίες που αγγίζουν το μηδέν μετά τη δύση του ήλιου.
Πριν από κάθε εξόρμηση πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, τόσο οι καιρικές συνθήκες, όσο καιτα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε διαδρομής.
Στον Όλυμπο έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή δεκάδες ορειβάτες, έμπειροι καιμη, σεμια σειρά από ατυχήματα που υπογραμμίζουν την ανάγκη να τηρούνται ευλαβικά οι κανόνες ασφαλείας.
Σε περίπτωση προβλήματος ή ανάγκης υπάρχει το 112 (δωρεάν τηλεφωνικός αριθμός επείγουσας ανάγκης για όλη την Ευρώπη) και, στον ασύρματο, η συχνότητα VHF 146.500 της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης.
↑Παπαδόπουλος, Γιάννης (30 Ιανουαρίου 2024). «Ο Ολυμπος παραμένει στο ύψος του». Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (στα greek). Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2024.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
↑Dinchev, Evgeniĭ (2001). A Guide to Bulgaria (στα Αγγλικά). Βουλγαρία: Alexander Tour. σελ. 2. ISBN978-954-9942-18-7. Pirin mountain is comparable to the Swiss Alps and the most beautiful in Bulgaria. It is the second highest after the Rila mountain (in Bulgaria) and third in the Balkan peninsula (after the mythical "Olympus" of Greece with its Mitika peak standing at 2917 meters above sea level).