Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 25/12/2012.
Μετη σύγχρονη ονομασία Αμάρνα, ή Ελ-Αμάρνα ή καιΤελελ-Αμάρνα, ( Αραβικά : العمارنة al-'amārnah ) αναφέρεται μεγάλος αιγυπτιακόςαρχαιολογικός χώροςτων ερειπίων καιτων τάφων της αρχαίας πόλης Ακετατώνστη Μέση Αίγυπτο (¹), στην ανατολική όχθη τουΝείλου, βόρεια του σημερινού Ασιούτ, (περίπου 58 χλμ. νότια της Μίνια, 312 χλμ. νότια τουΚαΐρουκαι 402 χλμ. βόρεια τουΛούξορ).
Η πόλη αυτή άρχισε να κτίζεται περί το 1375 π.Χ., ή περί το 1346 π.Χ. κατά νεότερους υπολογισμούς, από τον Φαραώ Ακενατών, την έκταση της οποίας οριοθέτησε περιμετρικά με 14 εγχάρακτες λαξευμένες επιτύμβιες στήλες, την οποία και κατέστησε, κατά τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις του, νέα πρωτεύουσα του κράτους, αντί τωνΘηβών.
Το όνομα της πόλης κατά τις αρχαίες αιγυπτιακές γραφές είναι Akhetaten ή Akhetaton που σημαίνει "Ορίζοντας τουΑτών".
Ανκαιη πόλη αυτή κατοικήθηκε τελικά για μικρό χρονικό διάστημα εντούτοις η αρχαιολογική σκαπάνη με ιδιαίτερη προσοχή κατάφερε να αποκαταστήσει λεπτομερή εικόνα της πολεοδομικής της διάταξης. Η Αμάρνα είναι από τους λίγους αρχαιολογικούς χώρους της Αιγύπτου που ανασκάφηκε τόσο προσεκτικά.
Ο όλος αρχαιολογικός χώρος που εκτείνεται κατά Β - Νσε μήκος 10 χλμ. και πλάτους 4-5 χλμ., σε σχήμα ημικύκλιου, επί της ανατολικής όχθης του Νείλου, χωρίζεται σε τρεις επιμέρους περιοχές, στη Βόρεια Αμάρνα, την Κεντρική Αμάρνα καιτην Νότια Αμάρνα. Δυτικό όριο καιτων τριών περιοχών είναι ο Νείλος, επί μήκους 13 χλμ., ενώ ανατολικό όριο της κεντρικής, της μεγαλύτερης σε έκταση, είναι το βασιλικό φαράγγι που καταλήγει στον τάφο του Ακενατών.
Κύρια δομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερση της πόλης ήταν πέτρα, ξυλεία, καλάμια, ψημένα τούβλα και άλλα κεραμικά.
Γιατην τοιχοποιία της πόλης ανοίχθηκαν λατομεία στους γύρω ασβεστολιθικούς λόφους (βόρεια, ανατολικά και νότια) που ορίζουν καιτην περιοχή, με βασικότερο το λεγόμενο "λατομείο της Βασίλισσας Τιύ", (προς τιμή της μητέρας του Ακενατών), στη βόρεια περιοχή. Από αυτά εξάγονταν και λαξεύονταν κίονες, βάθρα και κυρίως μικροί σχετικά, (γιατα δεδομένα της τότε Αιγύπτου), λευκοί ογκόλιθοι μήκους πλευράς ενός πήχη, περίπου 52 εκατοστών, καλούμενοι "talatat", (= ογκόλιθοι διαστάσεων τριών χεριών), που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως στην ανέγερση ναών, ανακτόρων, βωμών κ.λπ. καθώς και ως υλικό έδρασης οικιών και άλλων κατασκευών. Γιατην ανέγερση των οικιών χρησιμοποιούνταν κυρίως ψημένα τούβλα. Οιδε εσωτερικοί χώροι όλων των παραπάνω ήταν πλούσια διακοσμημένοι με τοιχογραφίες ευχάριστου νατουραλιστικού ρυθμού.
Η Ρυμοτομία της πόλης δεν ακολούθησε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο καιδεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ταμεν ανάκτορα συνεχίζουν να κατασκευάζονται σε περίοπτες θέσεις, οι ναοί καιοι διάφοροι βωμοί στα κεντρικότερα σημεία, οι βασιλικοί τάφοι, (νεκρόπολη), στην ανατολική πλευρά της πόλης καιμε ένα κεντρικό φαρδύ δρόμο (άξονα) που ένωνε συνήθως δύο αντιδιαμετρικές πύλες, μια γενική διάταξη που ακολουθείται καιστη σύγχρονη εποχή. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι από τις αναπαραστάσεις της πόλης που έχουν βρεθεί σε τοιχογραφίες αυτή κοσμούταν με μικρές τεχνητές λίμνες.
Αντίθετα μετην ρυμοτομία η αρχιτεκτονική των οικοδομημάτων της Αμάρνα παρουσιάζει πολλές διαφορές - βελτιώσεις από την ακολουθούμενη μέχρι τότε στις Θήβες καιστην ευρύτερη Αίγυπτο. Τα ανάκτορα είναι περισσότερο επιβλητικά που καταλαμβάνουν μεγαλύτερη έκταση. Πλησίον αυτών ανεγείρονται οι σπουδαιότεροι ναοί προσδίδοντας μια ιδιαίτερη αμφίδρομη σχέση Πολιτείας και θρησκείας. Τα σημαντικότερα οικοδομήματα της πόλης βρίσκονται στις δύο πλευρές του κεντρικού φαρδύ βασιλικού δρόμου στον οποίο μπορούν να κινούνται άρματα. Στη κεντρική Αμάρνα βρίσκεται ο μεγάλος ναός του Ατών και πλησίον τουτα κύρια ανάκτορα του Φαραώ.
Οι κατοικίες των ευγενών ήταν ευρύτερες και μονώροφες σε αντίθεση με εκείνες των Θηβών. Ηδε στέγη του κεντρικού δωματίου ήταν ψηλότερη από εκείνη των άλλων δωματίων φέροντας φωταγωγούς με συνέπεια να είναι περισσότερο ευάεροι και ευήλιοι. Οιδε κατοικίες των εργατών ήταν απλές, χτισμένες όμως σε σειρές.
Οι τάφοι των αξιωματούχων ήταν λαξευτοί στους λόφους της ανατολικής ερήμου που έμοιαζαν όμως των Θηβών. Ο πλούσιος όμως διάκοσμός τους καιοι τοιχογραφίες από την καθημερινή ζωή ακολουθούσε ένα νέο επαναστατικό ρυθμό ζωγραφικής πουεξ αυτού και χαρακτηρίστηκε "ρυθμός της Αμάρνα" που είχε άμεση σχέση με τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις του Φαραώ Ακενατών.
Εκτός από τον μεγάλο παλάτι προς τιμήν του θεού Ατόν κατά καιρούς βρέθηκαν και άλλα εξίσου σημαντικά ευρήματα. Στην ανατολική μεριά της Αμάρνα βρέθηκε ο τάφος τουΑκενατόν καθώς και μεγάλο αριθμό χρυσών κοσμήματων. Εικάζεται πως εκεί είναι θαμμένη καιη σορός της συντρόφου τουΝεφερτίτη χωρίς να έχει αποδειχθεί αυτή η θεωρία. Επίσης στον Νείλο δίπλα από την πόλη βρέθηκαν και μερικές πλάκες οι οποίες αναφέρονται στον Ακενατόν.
(¹) Υπενθυμίζεται ότι «Μέση Αίγυπτος» χαρακτηρίζεται η έναντι του μέσου της Ερυθράς θάλασσας. Στην αρχαιότητα "Άνω Αίγυπτος" λεγόταν κατά τονρουτου Νείλου η νότια της Μέσης και "Κάτω Αίγυπτος" η άνω της Μέσης, σημερινή βόρεια Αίγυπτος.
Hugo Winckler: Die Tontafeln von Tell-el-Amarna. Berlin 1896
Herbert Ricke: Der Grundriss des Amarna-Wohnhauses. Leipzig 1932
Carola Wedel: Nofretete und das Geheimnis von Amarna. Sonderheft Antike Welt. Zaberns Bildbände zur Archäologie. Verlag Philipp von Zabern, Mainz 2005. ISBN 3-8053-3544-X, ISBN 978-3-8053-3544-7
Christian Tietze: Amarna. Lebenräume-Lebensbilder-Weltbilder. (Ausstellungskatalog Köln 2008) Potsdam 2008.
Erik Hornung: Echnaton - Religion des Lichtes, Artemis&Winkler, Düsseldorf/Zürich, 2. Auflage 2001, ISBN 3-7608-1223-6
Patrick Farsen: Die Amarnakunst. Statuen und Reliefs aus der Zeit der ausgehenden 18. Dynastie, München 2010, ISBN 3-8997-5393-3
Maya Müller: Die Kunst Amenophis III. und Echnatons, Basel 1988
Heinrich Schäfer (Ägyptologe): Amarna in Religion und Kunst (7te Sendschrift der Deutschen Orient-Gesellschaft), Leipzig 1931
Steffen Wenig: Meisterwerke der Amarnakunst, Leipzig 1977