Ο κατά κόσμον Δημήτριος Κομνηνός ανήκε σε παλαιό αριστοκρατικό οίκο του Βυζαντίου και γεννήθηκε στηνΚωνσταντινούπολη[2] μετά το1620[1]. Οι γονείς του ονομάζονταν Σταμάτιος και Μαρία[1]. Σπούδασε στην Πατριαρχική Ακαδημία και εργάστηκε αρχικά (πριντο 1654) ως ιδιαίτερος γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Ματθαίου και κατόπιν ως διοικητικός υπάλληλος στο Πατριαρχείο, οπότε καιτου αποδόθηκαν τα προσωνύμια ΜουσελίμηςκαιΣερογλάνης. Ο Πατριάρχης Ιωαννίκιος Β΄του απένειμε το οφφίκιο του ρήτορος, τουλογοθέτουκαιτουπρωτονοταρίουκαιοΠαρθένιος Δ΄ αυτά του πρωτεκδίκου και σακελλίου[3].
Στις 9 Αυγούστου1662, δυο μήνες μετά την ανάρρηση στον πατριαρχικό θρόνο του από Λαρίσης Διονυσίου Βάρδαλι, εξελέγη διάδοχός τουΜητροπολίτης Λαρίσης, όντας ακόμη λαϊκός[2] (κατ'άλλους ιερομόναχος[4]). Τότε έλαβε από αυτόν το όνομα Διονύσιος[3]. Στη θέση αυτή έμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του1671, οπότε εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης[5]για πρώτη φορά. Η εκλογή έγινε στην Αδριανούπολη, τότε έδρα των Σουλτάνων, καιη ενθρόνιση στην Κωνσταντινούπολη έγινε στις 8 Νοεμβρίου[6].
Στον πατριαρχικό θρόνο ανήλθε συνολικά πέντε φορές (Οκτώβριος 1671-25 Ιουλίου1673, 24 Οκτωβρίου1676-2 Αυγούστου1679, 31 Αυγούστου1683-10 Μαρτίου1684, 7 Απριλίου1686-17 Οκτωβρίου1687και1693-1694). Στις 25 Ιουλίου1673 επαύθη με ενέργειες της συζύγου του μεγάλου διερμηνέως Παναγιώτη Νικούσιου[7]καιτου εκχωρήθηκε «εις ζωαρκείαν» ηΜητρόπολη Φιλιππουπόλεως. Στις 24 Οκτωβρίου1676 επανήλθε στον θρόνο και εκθρονίστηκε εκ νέου στις 2 Αυγούστου1679. Τότε του ξαναδόθηκε ηΜητρόπολη Φιλιππουπόλεως[8]και εγκαταστάθηκε στη Βλαχία, μετην οποία φαίνεται ότι απέκτησε στο εξής ιδιαίτερη σχέση[2]. Εξελέγη ξανά Πατριάρχης στις 31 Αυγούστου1683και στις 10 Μαρτίου1684 επαύθη ξανά και αποσύρθηκε στηΧάλκηκαι κατόπιν στηνΑδριανούπολη[9]. Από το 1685 του εκχωρήθηκε «εις ζωαρκείαν» ηΜητρόπολη Χαλκηδόνος. Την εποχή αυτή ενεπλάκη σε σκληρή σύγκρουση μετονΠατριάρχη Ιάκωβο, τον οποίο, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη και άλλων ιεραρχών, εξανάγκασε σε παραίτηση στις 7 Απριλίου1686και ανέβηκε ο ίδιος στον θρόνο. Ο Ιάκωβος τότε δωροδόκησε τον Μεγάλο Βεζύρη καιτον ανέτρεψε στις 17 Οκτωβρίου1687. Κατόπιν αυτού συνελήφθη στην Αδριανούπολη, όπου είχε αποσυρθεί, και απελευθερώθηκε το επόμενο έτος μετά την καταβολή λύτρων καιτην παρέμβαση πολιτικών παραγόντων. Μετά αποσύρθηκε στοΒουκουρέστι, όπου απέλαυσε την φιλοξενία του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου[2]. Μετην υποστήριξη του τελευταίου, και αφού ο Ιάκωβος δεν βρισκόταν πιαστον πατριαρχικό θρόνο, ο Διονύσιος έγινε Πατριάρχης για πέμπτη φορά το 1693, διαδεχόμενος τονΚαλλίνικο Β΄ τον Ακαρνάνα. Στην τελευταία αυτή θητεία του προκάλεσε τη γενική αντίδραση και, έπειτα από πολλές καταγγελίες σε βάρος τουγια κακοδιοίκηση, επτά μήνες μετά απομακρύνθηκε οριστικά από τον πατριαρχικό θρόνο και αποσύρθηκε στη Βλαχία, όπου παρέμεινε ως το θάνατό του.
Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου1696στοΤιργοβίστε της Βλαχίας και τάφηκε στο μοναστήρι του Ραντού Βόδα, μετόχι της Μονής Ιβήρων, όπου έζησε κατά τα τελευταία χρόνια. Πεθαίνοντας άφησε στη Μονή Ιβήρων την πλούσια βιβλιοθήκη καιτα άμφιά του[10].
Περιγράφεται ως ευφυής, ικανός, δραστήριος, μορφωμένος και λόγιος ιεράρχης[11]. Οι ικανότητές του φάνηκαν καιστην πολύχρονη διεκδίκηση του πατριαρχικού θρόνου καιστην επιτυχία μετην οποία αντεπεξήλθε σε υπονομεύσεις, επανακτώντας τον τέσσερις φορές. Κατά τα διαστήματα της πατριαρχίας του ασχολήθηκε με μεγάλο αριθμό κανονικών θεμάτων καθώς καιμετη θέση των Ορθοδόξων έναντι των Προτεσταντικών ομολογιών. Η απάντησή του στους Καλβινιστές θεολόγους «Προς τους Καλβινιστάς περί των δογμάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Ιανουάριος 1672[12]) έχει μείνει ιστορική γιατην ακρίβεια της διατυπώσεώς της και ενδεικτική της θεολογικής του κατάρτισης.