ΟΦλάβιος Ηράκλειος (575 - 11 Φεβρουαρίου 641) ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 610 έως το θάνατό τουτο 641. Κατά τη βασιλεία τουηελληνική γλώσσα έγινε η επίσημη γλώσσα του βυζαντινού κράτους. Η άνοδος στην εξουσία άρχισε το 608, όταν ο ίδιος καιο πατέρας του, οΗράκλειος ο Πρεσβύτερος, οδήγησαν σε εξέγερση ενάντια στονμη δημοφιλή Αυτοκράτορα Φωκά.
Ο πατέρας τουΗράκλειος ο Πρεσβύτερος ήταν έξαρχος της Καρχηδόναςκαι ένας από τους παλαιούς στρατηγούς του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, με σημαντικό ιστορικό θριάμβων στοπερσικό μέτωπο κατά τον πόλεμο της περιόδου 572-591. Τον καιρό της βάναυσης βασιλείας του σφετεριστή αυτοκράτορα Φωκά, ο οποίος είχε ανατρέψει τον Μαυρίκιο το602, και της νέας περσικής επέλασης στην Εγγύς Ανατολή με αφορμή το πραξικόπημά του, όπου οι Πέρσες για πρώτη φορά δεν περιορίστηκαν σε μεθοριακές συγκρούσεις στηνΑρμενίακαιτηΜεσοποταμία αλλά εισέβαλαν μαζικά στις ανατολικές ρωμαϊκές επαρχίες, ο Ηράκλειος διέκοψε αρχικά την επικοινωνία μετην πρωτεύουσα καιτην τροφοδοσία της με αφρικανικά σιτηρά. Τελικά συγκέντρωσε ισχυρές ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να κινηθεί εναντίον του Φωκά. Υπό τη διοίκηση τουγιουτου Ηράκλειου, ο στόλος σαλπάρει από την Καρχηδόνα το609 ενώ ταυτόχρονα ξεκινά ο στρατός από την ξηρά, υπό τη διοίκηση του ανιψιού τουΝικήτα, καιοι δύο με τελικό προορισμό τηνΚωνσταντινούπολη.
Συναντώντας παντού θερμή υποδοχή, και ενισχύοντας καθ’ οδόν το ήδη σημαντικό στράτευμά του, ο νεαρός Ηράκλειος φτάνει πρώτος στη Βασιλεύουσα το610. Μεγαλόσωμος, με ξανθά μαλλιά και επιβλητικό παρουσιαστικό, εισέρχεται θριαμβευτής στην Πόλη μετην υποστήριξη τωνΠρασίνωνκαι χωρίς μάχη. Η ανακτορική φρουρά τωνΕξκουβιτόρων αυτομολεί στην πλευρά τουκαι τελικώς ο Φωκάς συλλαμβάνεται και εκτελείται.
Στις 5 Οκτωβρίου 610 ο Ηράκλειος παντρεύεται την αγαπημένη τουΕυδοκία, κόρη του Ρογά του Άφρου, η οποία στέφθηκε αυγούστα. Η τελετή του γάμου καιη στέψη πραγματοποιήθηκε στο ναό του αγίου Στεφάνου εντω παλατίω. Η Ευδοκία γέννησε δύο παιδιά: μια κόρη την Επιφανεία (γέννηση στις 7 Ιουλίου 611) και ένα γιο, τον Ηράκλειο - Νέο Κωνσταντίνο (γέννηση στις 3 Μαΐου 612). Όμως η αυτοκράτειρα έπασχε από επιληψία και πέθανε στις 13 Αυγούστου του 612. Η ταφή της έγινε στο ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.[1]
Μετά τον θάνατο της Ευδοκίας ο Ηράκλειος παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ανιψιά τουΜαρτίνα κόρη της αδελφής του Μαρίας από τον πρώτο της άνδρα τον Μαρτίνο. Ο αυτοκράτορας αποδοκιμάστηκε δημόσια στον Ιππόδρομο από τον λαό. Ο γάμος τοποθετείται χρονικά από τον Θεοφάνη στο έτος από κτήσεως κόσμου 6105 δηλαδή από Χριστού γεννήσεως το 613/614. Τοπιο πιθανό όμως είναι να έγινε το 622 ή 623 και πριν από τον Μάρτιο του 624. Ο Πατριάρχης Σέργιος Κωνσταντινουπόλεως με επιστολές του θέλησε νατον αποτρέψει, αλλά ο Ηράκλειος δεν υποχώρησε και λόγω της κρίσιμης κατάστασης της αυτοκρατορίας ο Σέργιος υποχώρησε, ευλόγησε τον γάμο και έστεψε την Μαρτίνα αυτοκράτειρα.[2]Ο αδελφός του αυτοκράτορα Θεόδωρος τον λοιδορούσε καιτον σχολίαζε, Μαρτίνης ένεκενκαι έλεγε ότι ηαμαρτία αυτού ενώπιον αυτού διά παντός. Ο Ηράκλειος διέταξε τον δημόσιο διασυρμό τουκαιτη φυλάκισή του. Μαζί της απέκτησε εννέα παιδιά αλλά τα τέσσερα εξ αυτών πέθαναν σε νηπιακή ηλικία, ενώ οι δύο μεγαλύτεροι γιοιτου γεννήθηκαν καχεκτικοί και ανάπηροι.[3]Η ερμηνεία της επιλογής τέλεσης αυτού του γάμου από τον Ηράκλειο ίσως είναι η γοητεία πουτου ασκούσε η Μαρτίνα, ομη υπολογισμός εκ μέρους του πιθανών αντιδράσεων και τέτοιας έκτασης. Στις εκστρατείες του ήταν μακριά από κάθε επικριτικό σχόλιο. Έχοντας τον απόλυτο έλεγχο της αυτοκρατορίας δεν πίστευε πως θα έχανε τον θρόνο του.[4]
Πόλεμοι μετον Χοσρόη Β΄, τον Αμπού Μπακρκαιτον Ουμάρ Α'
Ο νεαρός ηγεμόνας αμέσως ξεκινά την προετοιμασία του κράτους τουγιατην αντιμετώπιση των εχθρών του. Το 614 ηΠαλαιστίνη πέφτει στα χέρια του Πέρση στρατηγού Σαρ-Μπαράζ του βασιλιά Χοσρόη Β΄, ο οποίος σφαγιάζει 90.000 χριστιανούς, και παίρνει ως λάφυρο το θρησκευτικό κειμήλιο τουΤίμιου Σταυρού από τον ναό τουΠαναγίου ΤάφουστηνΙερουσαλήμ, τον οποίο και μεταφέρει στη πρωτεύουσά του, Κτησιφώντα. Το 618, μετην Κωνσταντινούπολη υπό διπλή πολιορκία από Πέρσες καιΆβαρους, καταστρώνει σχέδιο μεταφοράς της ρωμαϊκής πρωτεύουσας στην Καρχηδόνα καιστο σταθερότερο εξαρχάτο της Αφρικής, σχέδιο το οποίο τελικά εγκαταλείπει μεταπειθόμενος από τονΟικουμενικό Πατριάρχη Σέργιο Α΄. Ξεκινά τελικά την εκστρατεία τουτο 622, μετά από 12 χρόνια σκληρής προετοιμασίας. Αντιμετωπίζει τον Πέρση στρατηγό Σαρ-Μπαράζ στηνΙσσό όπου σημειώνει λαμπρή στρατιωτική επιτυχία. Κατόπιν το 623 κατευθύνεται βόρεια προς τηνΤραπεζούντα. Αντιμετωπίζει ξανά νικηφόρα τον περσικό στρατό στην πόλη Νινευή. Από την Τραπεζούντα περνά προς την πρωτεύουσα των Περσών Κτησιφώντα. Το 624, σημειώνει νέα νίκη κατά των Περσών, ενώ το Μάρτιο του625, χωρίς να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, ξεκινά μεγάλη πορεία βόρεια ως τον Αμύντα. Εκεί συναντά ξανά τονΣαρ-Μπαράζ στο πεδίο της μάχης καιμετο προσωπικό του θάρρος μετατρέπει μια διαφαινόμενη ήττα σε νίκη.
Στην Τραπεζούντα ματαιώνει τα σχέδια του Αβάρου Χαγάνου να επιτεθεί στη Βασιλεύουσα. Χωρίζει τον ρωμαϊκό στρατό σε τρία σώματα, στέλνοντας το ένα στην Πόλη, το άλλο στηΜεσοποταμία, ενώ το τελευταίο και μικρότερο υπό την προσωπική του ηγεσία παραμένει στην Τραπεζούντα. Μετον Αυτοκράτορα μακριά, η Πόλη τελεί υπό την άτυπη πολιτική ηγεσία του Πατριάρχη Σέργιου, ο οποίος καταφέρνει να λάβει μέτρα επιτυχούς υπεράσπισης με μαζική λαϊκή κινητοποίηση. Στη Μεσοποταμία δε, ο αδελφός του Ηράκλειου Θεοδόσιος καταστρέφει τον εκεί περσικό στρατό, ενώ ο Αυτοκράτορας πραγματοποιεί εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
Το 626 ο Ηράκλειος αντιμετωπίζει ξανά τους Πέρσες πάλι στη Νινευή. Η νίκη έρχεται μετά από προσωπική μονομαχία του Αυτοκράτορα μετον Πέρση επικεφαλής στρατηγό Ραζάτη. Οι συνεχείς ήττες προκαλούν την πτώση του καθεστώτος του Χοσρόη Β΄ καιτο οριστικό τέλος του περσικού κινδύνου γιατην Κωνσταντινούπολη. Ο Ηράκλειος, έχοντας πετύχει μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες και έχοντας εξουδετερώσει τον από αιώνων εχθρό της Αυτοκρατορίας, επιστρέφει στη Βασιλεύουσα, όπου εισέρχεται θριαμβευτικά από τηΧρυσή Πύλη, στις 14 Σεπτεμβρίου 628. Μπροστά του βρισκόταν το ανακτηθέν από τους Πέρσες κειμήλιο του Τίμιου Σταυρού. Ο Αυτοκράτορας είναι πια 54 ετών, ευτυχής, αλλά καταβεβλημένος.
Την ίδια περίπου εποχή, κάνει την εμφάνισή τουτοΙσλάμ αντικαθιστώντας τον περσικό κίνδυνο. ΗΠαλαιστίνη πέφτει στα χέρια των μουσουλμάνων το 633, ενώ ηΒόρεια Αφρική, ηΙβηρική Χερσόνησος, ηΣυρίακαιηΑντιόχειαθα συμπληρώσουν τις κτήσεις τους μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα. Ο Ηράκλειος παρακολουθεί συντετριμμένος την πτώση των επαρχιών, γιατην απελευθέρωση των οποίων αφιέρωσε όλη τουτη ζωή. Η ψυχική του υγεία θα διαταραχθεί, ιδιαίτερα μετά την τρομερή ήττα και πλήρη συντριβή βυζαντινής δύναμης 80.000 ανδρών στημάχη του ποταμού Γιαρμούκ της Γαλιλαίας, το 636. Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν και άλλες μάχες με τους Άραβες, οι οποίοι με αρχηγό τονΧαλίντ ιμπν Ουαλίντ, θα κατακτήσουν ολόκληρη τη Παλαιστίνη, την Ιορδανία καιτη Συρία μέχρι την Αντιόχεια καιτηΓερμανίκεια.
Ο Ηράκλειος εισάγει για πρώτη φορά στην Αυτοκρατορία το σύστημα επαρχιακής διοίκησης τωνΘεμάτων, γνωστό καιμετο όνομα θεματική οργάνωση, αντικαθιστώντας την παραδοσιακή ρωμαϊκή διοικητική διαίρεση η οποία είχε μείνει ως τα χρόνια εκείνα σχεδόν ίδια από τους χρόνους τουΔιοκλητιανού. Μετο νέο σύστημα επαρχιακής διοίκησης, η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε επαρχίες που ονομάζονταν Θέματα. Το κάθε Θέμα τέθηκε υπό τη διοίκηση ενός στρατηγού-κυβερνήτη, ο οποίος κατείχε την τοπική εξουσία αναφορικά μετα στρατιωτικά, οικονομικά και δικαστικά ζητήματα, ενώ το στράτευμά του βασιζόταν σε στρατιωτικούς-γαιοκτήμονες. Το σύστημα αυτό θα επιτρέψει για αιώνες στην Αυτοκρατορία τη διατήρηση αξιόμαχου στρατεύματος επιφορτισμένου μετην άμυνα των Θεμάτων-επαρχιών, και αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τους υπηκόους του. Μετον καιρό ο όρος Θέμα απέκτησε διπλό νόημα : αφενός έγινε συνώνυμο του όρου Επαρχίακαι αφετέρου εχρησιμοποιείτο γιανα δηλώσει το στρατιωτικό σώμα του οποίου αρμοδιότητα ήταν η οργάνωση της άμυνας καιη εδαφική υπεράσπιση της κάθε επαρχίας-Θέματος.[5]
Ταυτόχρονα, ο Ηράκλειος λαμβάνει μέτρα προς την οικονομική ενίσχυση των δημοσίων ταμείων. Εκτός από το στρατιωτικό και διοικητικό του έργο άξιες μνείας είναι καιοι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις που επιχείρησε να επιβάλλει, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τις αποκλίσεις από το επίσημο χριστιανικό θρησκευτικό δόγμα τωνΟικουμενικών Συνόδωνκαι, περισσότερο, τονμονοφυσιτισμόο οποίος προκαλούσε σημαντική πολιτικά αστάθεια. Γιατην αντιμετώπισή τουκαιτη συμφιλίωση των υπηκόων του, εισήγαγε διάφορα συμβιβαστικά θεολογικά δόγματα, όπως ομονοθελητισμός, τα οποία όμως δε βρήκαν γόνιμο έδαφος και απορρίπτονταν από τους εκάστοτε θρησκευτικούς ηγέτες. Ο Ηράκλειος είναι ο Αυτοκράτορας που καθιέρωσε τηνελληνική γλώσσα ως την επίσημη γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους[6], αντικαθιστώντας στα επίσημα έγγραφα, επιγραφές και νομίσματα το «Imperator Caesar, Augustus» μετο «Βασιλεῦς».[6][7] Είναι γενικώς αποδεκτό ότι μετη βασιλεία του Ηράκλειου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εγκατέλειψε οριστικά τηνΑρχαιότητακαι εισήλθε γιατα καλά στη μεσαιωνική φάση της, αυτήν του (σήμερα αποκαλούμενου) βυζαντινού κράτους.
Ο Ηράκλειος κατατάσσεται αναμφισβήτητα ανάμεσα στους μεγαλύτερους των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Είναι παροιμιώδης η παρουσία τουστα πεδία των μαχών. Εμπνευσμένος από μια βαθιά πίστη ότι έχει τη θεία εύνοια, πάντα ετίθετο προσωπικά επικεφαλής του στρατού του, κατά τρόπο που ενέπνεε καιτον πλέον ολιγόψυχο στρατιώτη, και προκαλούσε τον τρόμο καιτο δέος στις τάξεις του αντιπάλου. Αναλογιζόμενος κανείς τη δεινή θέση της Αυτοκρατορίας στις αρχές του7ου αιώνα, αντιλαμβάνεται πώς η καταλυτική παρουσία του, τόσο στο στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και χάρη στη διοικητική καινοτομία των Θεμάτων, ανέκοψε την πορεία εξαφάνισης του Βυζαντίου και εξασφάλισε την επιβίωσή τουγια τους επόμενους δύσκολους αιώνες.
↑Ο επίσημος τίτλος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων μετά την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας έναντι της λατινικής ήταν "Πιστός εν Χριστώ τω Θεώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ". Το "βασιλεύς" δήλωνε την οικειοποίηση από τον Βυζαντινό μονάρχη του τίτλου "Βασιλεύς βασιλέων" του Πέρση μονάρχη, κατόπιν της καθυπόταξης από τον Ηράκλειο της Περσικής Αυτοκρατορίας (Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009, σ. 16). Μετά την στέψη του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Καρολιδών από τον Πάπα Λέοντα Γ΄ το 800, στον αυτοκρατορικό τίτλο των Βυζαντινών μπαίνει η προσθήκη Ρωμαίων, δηλαδή ο αυτοκρατορικός τίτλος γίνεται "Πιστός εν Χριστώ τω Θεώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων" (ό.π. σ.37).