Ο οικισμός τωνΚοζάκωντου Κουμπάν και της παρακείμενης περιοχής της Μαύρης Θάλασσας αυξήθηκε σταδιακά για πάνω από έναν αιώνα και επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα αποτελέσματα των συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας καιΟθωμανικής Αυτοκρατορίας.[1]Στα μέσα του 18ου αιώνα, η περιοχή κατοικούνταν κυρίως από τις φυλές των Αντίγκε.[1] Μετά τονΡωσοτουρκικό Πόλεμο του 1768-1774, ο πληθυσμός της περιοχής άρχισε να δείχνει πιο φιλορωσικές τάσεις.[1]
Γιανα σταματήσει τις τουρκικές φιλοδοξίες να χρησιμοποιήσει την περιοχή Κουμπάν γιανα διευκολύνει την επιστροφή της Κριμαίας, η Ρωσία άρχισε να δημιουργεί ένα δίκτυο οχυρώσεων κατά μήκος του ποταμού Κουμπάν τη δεκαετία του 1770.[1] Μετά τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας, της δεξιάς όχθης του Κουμπάν καιτουΤαμάντο 1783, ο ποταμός Κουμπάν έγινε το σύνορο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.[1] Νέα φρούρια χτίστηκαν στο Κουμπάν τη δεκαετία 1780-1790.[1]
Μέχρι τη δεκαετία του 1790, αυτά τα φρούρια καιοι εγκαταλειμμένοι οικισμοί τωνΚοζάκωνστον ποταμό Λαμπάκαιστο Ταμάν παρέμεναν η μόνη ένδειξη ρωσικής παρουσίας στην περιοχή.[1]Ηπιο εντατική εγκατάσταση ξεκίνησε το 1792-1794, όταν οι Κοζάκοι της Μαύρης Θάλασσας καιοιΚοζάκοι τουΝτον επανεγκαταστάθηκαν σε αυτήν την περιοχή από τη ρωσική κυβέρνηση προκειμένου να ενισχυθούν τα νότια σύνορα.[1]
Στα τέλη του 18ουκαι στις αρχές του 19ου αιώνα εποικίστηκε η δεξιά όχθη του ποταμού Κουμπάν.[1] Ταυτόχρονα, οι πρώτοι οικισμοί εμφανίζονται στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας καιστηνπεδιάδα μεταξύ των ποταμών Κουμπάν καιΜεγάλου Λαμπά.[1] Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ο ρυθμός εποικισμού εντάθηκε καιη επικράτεια οργανώθηκε διοικητικά σε Περιφέρεια Κουμπάν και Περιφέρεια Μαύρης Θάλασσας (που αργότερα έγινε Κυβερνείο Μαύρης Θάλασσας).[1]
Η θέση της επικράτειας κατά μήκος των συνόρων είχε σημαντική επίδραση στη διοικητική της διαίρεση, η οποία ενσωμάτωσε τα στοιχεία των πολιτικών και στρατιωτικών κυβερνήσεων.[1]