Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 13/08/2019.
Στη μάχη πολέμησαν, και από τις δύο πλευρές, καιΓερμανοί στρατιώτες. Στην πρώτη μέρα της μάχης, 16 Οκτωβρίου 1813, ο Ναπολέων αμυνόταν επιτυχώς αλλά, λόγω της πίεσης των Συμμάχων από τα άκρα, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Λειψία στις 18 Οκτωβρίου. Στις 19 Οκτωβρίου, έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες, υποχώρησε στηΓαλλία.
Η μάχη της Λειψίας υπήρξε πολύ σημαντική μιας και, μετά από αυτή την ήττα, στον Ναπολέοντα απέμεινε μόνο η Γαλλία. Το 1814 άρχισε η επίθεση κατά της Γαλλίας, λόγω της οποίας ο Ναπολέων έχασε τον θρόνο τουκαι εξορίστηκε στη νήσο Έλβα.
Μετά τηγαλλική εισβολή στη Ρωσία, η οποία τελείωσε μετη διάλυση του γαλλικού στρατού, την άνοιξη του 1813 η Πρωσσία (υπό γαλλική τότε κατοχή) ξεσηκώθηκε εναντίον του Ναπολέοντα. Οι Ρώσοι καιοι Πρώσσοι απελευθέρωσαν τα εδάφη μέχρι τονΈλβα.
Ο Ναπολέων, ο οποίος είχε πολλούς νεοσυλλέκτους στην στρατιά του λόγω του ότι είχε χάσει πολλούς βετεράνους τουστη Ρωσσία, κατάφερε να νικήσει δύο φορές τους Ρώσους και τους Πρώσσους, στημάχη του Λύτσεν (2 Μαΐου) καιστημάχη του Μπάουτσεν (21 Μαΐου), κάτι που ανάγκασε τους Συμμάχους να σταματήσουν τον πόλεμο στις 4 Ιουνίου.
Ανκαι Ρώσοι στρατιώτες βρίσκονταν και στις 3 στρατιές, για πολιτικούς λόγους οΑλέξανδρος Α΄ της Ρωσίαςδεν ζήτησε να δοθεί ανώτατη διοίκηση στους Ρώσους στρατηγούς.
Ο Ναπολέων, στηΜάχη της Δρέσδηςπου διεξήχθη στις 27 Αυγούστου, ανάγκασε τη Στρατιά της Βοημίας να υποχωρήσει στην Αυστρία. Ακολουθώντας την τακτική του Σχεδίου τουΤράχενμπεργκ, οι Σύμμαχοι απέφυγαν τις συγκρούσεις μετον ίδιο τον Ναπολέοντα, αλλά μάχονταν επιτυχημένα εναντίον των Γάλλων στρατηγών, νικώντας τονστρατάρχηΝικολά ΟυντινόστηΜάχη του Γκρόσμπεερεν, τον στρατάρχη Ετιέν ΜακντονάλντστηΜάχη του Κάτσμπαχ, τον στρατηγό Ντομινίκ Ρενέ ΒαντάμστηΜάχη τουΚουλμκαιτον στρατάρχη Μισέλ ΝέυστηΜάχη του Ντέννεβιτς. Μετά από αυτές τις μάχες, ακολούθησε παύση των συγκρούσεων επί τρεις εβδομάδες, δίδοντας την ευκαιρία στις δύο αντίπαλες πλευρές ν΄ ανανεώσουν τους στρατούς τους.
Οι Σύμμαχοι ενισχύθηκαν με νεοσύλλεκτους στρατιώτες και προχώρησαν σε επίθεση κατά του Ναπολέοντα, ο οποίος κρατούσε αμυντική τακτική γύρω από τηΔρέσδη, στα ανατολικά της Σαξονίας. Η Στρατιά της Σιλεσίας παρέκαμψε τη Δρέσδη από τα βόρεια, και διάβηκε τον Έλβα, ανατολικά της Λειψίας. Μαζί της ενώθηκε καιη Βόρεια Στρατιά. Η Στρατιά της Βοημίας παρέκαμψε τη Δρέσδη από τα νότια.
Ο Ναπολέων άφησε μεγάλες δυνάμεις στη Δρέσδη γιανα υπερασπιστούν την πόλη από τη Στρατιά της Βοημίας, και κινήθηκε προς τη Λειψία γιανα σταματήσει, όπως υπολόγιζε αρχικά, τον Μπλύχερ καιτον Μπερναντότ. Οι Πρώσσοι άρχισαν την επίθεση από τα βόρεια, από τοΒάρτενμπεργκ, οι Ρώσσοι καιοι Αυστριακοί από τα νότια καιτα δυτικά, καιοι Σουηδοί βορειότερα των Πρώσσων.
Ο Ναπολέων αναζητούσε μια αποφασιστική μάχη, μιας καιη τακτική των Συμμάχων τούς έδινε τη δυνατότητα, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, της ανανέωσης των δυνάμεών τους. Όπως θεωρούν οιιστορικοί, μοιραίο σημείο γιατον Ναπολέοντα ήταν η τακτική υπερεκτίμηση των στρατιωτών του, οι οποίοι ήταν κουρασμένοι από τις περασμένες μάχες και τις μεγάλες πορείες, καιη στρατηγική υποτίμηση των δυνάμεων των συμμάχων. Λόγω εσφαλμένης πληροφόρησης, ο Ναπολέων ήταν αβέβαιος γιατη συμμετοχή της αυστριακής Στρατιάς της Βοημίας. Ο Ναπολέων είχε επίσης υποθέσει λανθασμένα ότι οι Ρώσοι καιοι Πρώσσοι της Στρατιάς της Σιλεσίας βρίσκονταν πιο βόρεια απ΄ ότι ήταν στην πραγματικότητα.
Ο κύριος διοικητής του γαλλικού στρατού ήταν ο Ναπολέων Α'. Παρά την ήττα τουστον Πατριωτικό Πόλεμο του 1812 (Γαλλική εισβολή στη Ρωσία), ο Ναπολέων κατείχε ακόμα τη μισή Ευρώπη. Μέσα σε λίγο χρόνο, κατάφερε ν΄ αυξήσει τον αριθμό των στρατιωτών τουστα ανατολικά, από 30.000 σε 130.000. Στη Λειψία, ο Ναπολέων είχε στην διάθεση του 9 σώματα πεζικού (περίπου 120.000 στρατιώτες), την Αυτοκρατορική Φρουρά (3 σώματα πεζικού, 1 σώμα ιππικού, συνολικά περίπου 42.000 στρατιώτες), 5 σώματα ιππικού (περίπου 24.000 στρατιώτες) καιτη Φρουρά της Λειψίας (περίπου 4.000 στρατιώτες). Εκτός από Γάλλους, ο Ναπολέων διέθετε στρατιώτες από τηΓερμανία, τηνΠολωνία, τηνΙταλία, τοΒέλγιοκαιτηνΟλλανδία.[5].
Το κύριο πολωνικό Σώμα Στρατού (8ο σώμα πεζικού, περίπου 5.000 στρατιώτες), το οποίο έμεινε πιστό στον Ναπολέοντα, διοικούσε ο Ιωσήφ Πονιατόφσκι (πολων. Józef Poniatowski), ανιψιός του τελευταίου βασιλιά της Πολωνίας, Στανίσλαβ Β΄ Πονιατόφσκι. Όπως καιη πλειοψηφία των Πολωνών, ο Πονιατόφσκι ήταν υπέρ της Συνθήκης του Τιλσίτ, αφού θεωρούσε ότι θα έδινε στην Πολωνία την ανεξαρτησία της καιτην προστασία της Γαλλίας. Αφού διακρίθηκε στηνΠολιορκία του ΝτάντσιχκαιστηΜάχη του Φρίντλαντ (1807), ο Ιωσήφ Πονιατόφσκι διορίστηκε υπουργός Άμυνας στην προσωρινή κυβέρνηση της Πολωνίας, καιτο 1808 έγινε ο κύριος διοικητής του Πολωνικού Στρατού. Ο Πονιατόφσκι συμμετείχε στη γαλλική εισβολή στη Ρωσσία, με αποκορύφωμα τηΜάχη του Μποροντίνο (προφορά στα ρωσικά: Μπαραντινό). Μετά την υποχώρηση από τη Ρωσία, παρέμεινε πιστός στον Ναπολέοντα. Στην πρώτη μέρα της μάχης, ήταν ο μόνος ξένος στρατάρχης του στρατού του Ναπολέοντα.
Ο βασιλιάς της Σαξονίας, Φρειδερίκος-Αύγουστος Α΄, ήταν υποχρεωμένος να στηρίξει τον Ναπολέοντα. Σύμφωνα μετη συνθήκη ειρήνης του Τίλσιτ, η Σαξονία έπαιρνε από την Πρωσσία τοΚότμπους, καθώς καιτοΔουκάτο της Βαρσοβίας (μέχρι τότε ανήκε στους Πρώσσους), υπό μορφήν προσωπικής ένωσης. Όταν το 1813 άρχισε η ρωσοπρωσσική επίθεση στηΣαξονία, ο Φρειδερίκος-Αύγουστος εγκατέλειψε τηΔρέσδη, φοβούμενος μη χάσει τον θρόνο τουσε περίπτωση νίκης των Πρώσσων. Οι σύμβουλοι του Φρειδερίκου-Αυγούστου, οι Λανγκενάου και Τσενφτ, ζητούσαν ένωση μετην Αυστρία, αλλά ο Φρειδερίκος-Αύγουστος αρνήθηκε, αφού ήξερε ότι η Αυστρία θα ζητούσε να ελευθερώσει το Δουκάτο της Βαρσοβίας. Αλλά, στις 20 Απριλίου 1813, ο Φρειδερίκος-Αύγουστος υπέγραψε μυστική συμφωνία μετην Αυστρία, σύμφωνα μετην οποία αυτός έπρεπε να αρνηθεί να στηρίξει τον Ναπολέοντα με ιππικό καινα απαγορεύσει ν΄ ανοίγουν τις πύλες του οχυρού τουΤοργκάου (Torgau) στους Γάλλους, κάτι που σταμάτησε μετην επίθεση του Γάλλου στρατάρχη Νέυ στοΒερολίνο. Μετά τη νίκη του Ναπολέοντα στηΜάχη του Λύτσεν, ο Φρειδερίκος-Αύγουστος απέλυσε τον σύμβουλο του, Τσενφτ, καιμε επιστολή του ζήτησε συγγνώμη από τον Ναπολέοντα.
Οι δυνάμεις των συμμάχων στηΛειψία χωρίζονταν στις εξής ομάδες: πρώτοι έφθασαν οι Ρώσοι καιοι Πρώσσοι της Στρατιάς της Σιλεσίας, υπό την ηγεσία τουφον Μπλύχερ (54.000-60.000 στρατιώτες, 315 κανόνια), καιοι Αυστριακοί, Ρώσοι και Πρώσσοι της Στρατιάς της Βοημίας, υπό την ηγεσία του Σβάρτσενμπεργκ (133.000 στρατιώτες, 578 κανόνια). Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι δύο αυτές στρατιές ενώθηκαν με τους Σουηδούς, Πρώσσους και Ρώσσους της Βόρειας Στρατιάς, υπό την ηγεσία του Μπερναντότ (58.000 στρατιώτες, 256 κανόνια), τη ρωσική Στρατιά της Πολωνίας, υπό την ηγεσία τουΛεόντι Μπέννιγκσεν (46.000 στρατιώτες, 162 κανόνια) καιμετην 1η Αυστριακή Στρατιά, υπό την ηγεσία τουΧιερόνιμους Καρλφον Κολλορέντο-Μάνσφελντ (8.000 στρατιώτες, 24 κανόνια). Ο στρατός των συμμάχων αποτελείτο από 127.000 Ρώσους, 89.000 Αυστριακούς, 72.000 Πρώσσους και 18.000 Σουηδούς, ήτοι συνολικά 306.000 άνδρες.[6].
Κύριος διοικητής του συμμαχικού στρατού θεωρείτο ο Κάρολος Φίλιππος, κόμης του Σβάρτσενμπεργκ. Ο Σβάρτσενμπεργκ ήταν απόγονος παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας, καιτο 1805 ήταν διοικητής στρατιάς που συμμετείχε στηΜάχη της Ουλμ εναντίον των Γάλλων (τότε είχαν νικήσει οι Γάλλοι). Κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής στη Ρωσία, ήταν διοικητής του αυστριακού επικουρικού σώματος (περίπου 30.000 στρατιώτες), που αποτελούσε τότε τμήμα της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα. Ήταν όμως πάρα πολύ προσεκτικός και κατάφερε να αποφύγει τις μεγάλες συγκρούσεις με τους Ρώσους. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στη Ρωσία, ο Σβάρτσενμπεργκ σταμάτησε την παροχή βοήθειας προς αυτόν, και μάλιστα σταμάτησε την υποχώρηση των Γάλλων της μονάδας τουΡεν. Μετά την ένταξη της Αυστρίας στον Έκτο Συνασπισμό, τον Αύγουστο του 1813, ο Σβάρτσενμπεργκ διορίστηκε διοικητής της Στρατιάς της Βοημίας. Τον Αύγουστο του 1813, η Στρατιά της Βοημίας ηττήθηκε στη Μάχη της Δρέσδης και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στηΒοημία, όπου έμεινε μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου.
Ανκαι τους Ρώσους στρατιώτες διοικούσαν οι στρατηγοί, από τους οποίους οπιο σημαντικός ήταν οΜιχαήλ Μπογκντάνοβιτς Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ, ο Αλέξανδρος Α' της Ρωσσίας[7] συμμετείχε στη γενική διοίκηση. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α' ήταν ο κύριος δημιουργός του Έκτου Συνασπισμού κατά του Ναπολέοντα, καθώς εξέλαβε τη γαλλική εισβολή στη Ρωσία όχι μόνο ως μεγάλο κίνδυνο γιατη Ρωσική Αυτοκρατορία, αλλά και ως προσωπική προσβολή, καιο ίδιος ο Ναπολέων έγινε γι΄ αυτόν ο κύριος εχθρός, ενώ θεωρούσε επίσης πως χωρίς την πλήρη ήττα των Γάλλων ο Ναπολέων θα επέστρεφε δριμύτερος. Πολλές φορές, ο διπλωματικός χαρακτήρας του Αλέξανδρου ήταν αυτός που έσωσε τον Έκτο Συνασπισμό. Ο ίδιος ο Ναπολέων θεωρούσε τον Αλέξανδρο «εφευρετικό Βυζαντινό» και «Βόρειο Φρανσουά-Zoζέφ Ταλμά (Γάλλος ηθοποιός)», που μπορούσε να υποδυθεί διάφορους ρόλους.
Ο βασιλιάς της Πρωσσίας, Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄, δεν συμμετείχε στη διοίκηση των Πρωσσικών στρατευμάτων. Αφού, σύμφωνα μετη συμφωνία ειρήνης του Τίλσιτ έχασε τα μισά εδάφη του βασιλείου του, αναγκάστηκε να υπογράψει συμφωνία που ανάγκαζε την Πρωσσία να στείλει 20.000 στρατιώτες για ενίσχυση στον Ναπολέοντα, κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής στη Ρωσία. Αλλά, κάποιοι πολιτικοίκαι στρατηγοί που ήταν εναντίον της πολιτικής της Γαλλίας (όπως οιΆουγκουστ φον Γκνάιζεναου, Χάινριχ Φρίντριχ Καρλφον Στάιμκ.α) δημιούργησαν τηΡωσογερμανική Λεγεώνα (τον Νοέμβριο του 1812, η Λεγεώνα αριθμούσε 8.000 στρατιώτες), η οποία πολεμούσε κατά του Ναπολέοντα. Το Μάρτιο του 1813, ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ κάλεσε το λαό τουνα πολεμήσει και αυτός κατά του Ναπολέοντα. Ο χαρακτήρας του Πρώσσου βασιλιά δεν ήταν σκληροτράχηλος - ανάγκασε τον λαό τουνα πολεμήσει κατά του Ναπολέοντα γιαναμη χάσει τον θρόνο του.
Τους Σουηδούς, Ρώσους και Πρώσσους της Βόρειας Στρατιάς διοικούσε ο πρώην στρατάρχης του Ναπολέοντα, Ζαν-Μπατίστ Μπερναντότ, ο μελλοντικός Κάρολος ΙΔ΄ Ιωάννης της Σουηδίας. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας ειρήνης του Τίλσιτ, ο Μπερναντότ διορίστηκε διοικητής του γαλλικού στρατού εκστρατείας (γιατί υπήρχαν και έθνοφρουροί, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν μέχρι το 1815 ναβγοῦν από τα σύνορα της Γαλλίας) και υποδιοικητής στη Βόρεια ΓερμανίακαιστηΔανία. Ο Μπερναντότ κατάφερε να κερδίσει αμέσως τη συμπάθεια των κατοίκων του τόπου, αλλά δεν είχε καλές σχέσεις μετον Ναπολέοντα. Ο Μπερναντότ, στο συνέδριο που συγκάλεσε ο βασιλιάς της Σουηδίας, Κάρολος ΚΓ΄, πουδεν είχε άρρενα γόνο, ορίστηκε πρίγκηπας-διάδοχος του θρόνου της Σουηδίας και της Νορβηγίας. Ο μοναδικός όρος ήταν να δεχθεί ο Μπερναντότ τονΛουθηρανισμό. Στις 31 Οκτωβρίου 1810, ο Μπερναντότ εμφανίστηκε στο συνέδριο των κυβερνητικών τάξεων στηΣτοκχόλμη, και στις 5 Νοεμβρίου ορίστηκε επίσημα διάδοχος του θρόνου. Το 1812, διέκοψε τις σχέσεις μετη Γαλλία και έγινε σύμμαχος της Ρωσσίας. Ο Μπερναντότ εκμεταλλεύτηκε τον σεβασμό των μοναρχών της Ευρώπης προς αυτόν, ως πρώην στρατάρχη του Ναπολέοντα. Στον πόλεμο του 1813, προσπάθησε ναμη στείλει στη μάχη τους τελευταίους Σουηδούς στρατιώτες (20-24 χιλιάδες), μιας και ήθελε να κρατήσει όσους περισσότερους στρατιώτες μπορούσε, προκειμένου να κατακτήσει τηΝορβηγία.
Στις 15 Οκτωβρίου, ο Ναπολέων τοποθέτησε τους στρατιώτες του γύρω από τηΛειψία, ενώ ανέπτυξε ένα μεγάλο τμήμα του στρατού του (110.000 στρατιώτες) στα νότια της πόλης γύρω από τηλίμνη Πλάισε (γερ. Pleiße), από το χωριό Κόννεβιτς (γερ. Konnewitz) μέχρι το χωριό Μαρκκλέεμπεργκ (γερ. Markkleeberg), καθώς καιστα ανατολικά της πόλης, από τα χωριά Βαχάου (γερ. Wachau) καιΛίμπερτβολκβιτς (γερ. Liebertwolkwitz) μέχρι τοΧόλτσχαουζεν (γερ. Holzhausen). Η μονάδα του στρατηγού Ανρί-Γκρατιέν Μπερτράν (12.000 στρατιώτες), η οποία βρισκόταν στο χωριό Λίντεναου (γερ. Lindenau), έκλεινε το δρόμο προς την πόλη από τα δυτικά. Στα βόρεια της πόλης βρίσκονταν οι δυνάμεις των στραταρχών Ωγκύστ ντε ΜαρμόνκαιΜισέλ Νέυ (50.000 στρατιώτες).
Την ίδια ώρα, οι Σύμμαχοι είχαν στη διάθεσή τους 200.000 στρατιώτες, αφού το 1ο Αυστριακό Σώμα Στρατού (ΣΣ) του στρατηγού φον Κολλορέντο-Μάνσφελντ, η ρωσική Στρατιά της Πολωνίας του στρατηγού Λεόντι Μπέννιγκσεν, καθώς καιη Βόρεια Στρατιά του Μπερναντότ, δεν είχαν αφιχθεί στο πεδίο της μάχης. Οι δυνάμεις των Συμμάχων επικεντρώνονταν στη Στρατιά της Βοημίας, η οποία συμπεριλάμβανε τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ της Ρωσίας καιτον βασιλιά της Πρωσσίας, Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Γ΄.
Σύμφωνα μετο σχέδιο του Σβάρτσενμπεργκ, οι κύριες δυνάμεις του στρατού έπρεπε να διαλύσουν την αντίσταση των Γάλλων στο Κόννεβιτς, καινα περάσουν μεταξύ των λιμνών Βάισε Έλστερ (γερ. Weiße Elster) και Πλάισε (γερ. Pleiße), ν΄ αποφύγουν τη δεξιά πλευρά του γαλλικού στρατού καινα καταλάβουν τον δρόμο από τα δυτικά της Λειψίας. Περίπου 20.000 στρατιώτες της Αυστρίας υπό την ηγεσία του Ούγγρου στρατάρχη Ιγκνάτς Γκιούλαϊ, έπρεπε να επιτεθούν στο Λίντεναου, δυτικά της Λειψίας, ενώ ο Μπλύχερ θα επιτίθετο στο χωριό Σκόιντιτς (γερμ. Schkeuditz), 12 χλμ. βορειοδυτικά της Λειψίας.
Μετά την επιστροφή του Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας, ο οποίος με δυσκολία πολεμούσε σε αυτό τοέδαφος, γιατην εκτέλεση του σχεδίου του, ο Σβάρτσενμπεργκ έλαβε μόνο 35.000 Αυστριακούς στρατιώτες από τη 2η μονάδα του στρατηγού Μαξιμίλιαν φον Μέρφελντ, υπό τη γενική ηγεσία τουΦρειδερίκου ΣΤ΄, Δούκα της Έσσης-Χόμπουργκ. Το 4o Σώμα του Γιόχαν φον Κλενάου, οι Ρώσοι στρατιώτες του στρατηγού Πιοτρ Βίτγκενσταϊνκαιτο πρωσσικό σώμα του στρατηγού Φραντς Κάζιμιρ φον Κλάιστ, υπό τη γενική ηγεσία του Ρώσου στρατηγού Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ, έπρεπε να επιτεθούν στους Γάλλους από τα νοτιοδυτικά. Με αυτόν τον τρόπο, η Στρατιά της Βοημίας, που βρισκόταν σε δάση και λίμνες, χωρίστηκε σε 3 τμήματα: στα δυτικά οι Αυστριακοί στρατιώτες του Γκιούλαϊ, το άλλο μέρος του αυστριακού στρατού στα νότια μεταξύ των λιμνών Βάισε Έλστερ και Πλάισε, ενώ το υπόλοιπο μέρος της Στρατιάς της Βοημίας, υπό την ηγεσία του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ, στα νοτιοδυτικά.
Στις 16 Οκτωβρίου, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος[1][8]. Χωρίς να περιμένει την ανατολή του ηλίου, η ρωσσοπρωσσική στρατιά του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ ξεκίνησε την προώθησή της και στις 8 το πρωί άρχισε την επίθεση με βομβαρδισμούς του πυροβολικού. Οι εμπροσθοφυλακές των Συμμάχων ακολούθως ξεκίνησαν την επίθεση στις θέσεις των Γάλλων.
Οι Ρώσοι (14η Μεραρχία του Χελφράιχ) καιοι Πρώσσοι (12η Ταξιαρχία καιτο 4ο Τάγμα της 9ης Ταξιαρχίας) στρατιώτες υπό την ηγεσία τουφον Κλάιστ, περίπου στις 9.30 π.μ. κατέλαβαν το χωριό Μαρκκλέεμπεργκ, το οποίο υπερασπίζονταν ο στρατάρχης Πιερ Οζερώκαιο Πολωνός πρίγκηπας Πονιατόφσκι - το χωριό χρειάστηκε να καταληφθεί και ανακαταληφθεί τέσσερεις φορές εξ εφόδου από τους Συμμάχους.
Αφού έφτασαν στα ανατολικά, όπου βρίσκονταν οι Γάλλοι στρατιώτες υπό την ηγεσία του ίδιου του Ναπολέοντα, οι Ρώσοι (2ο Σώμα Στρατού, περίπου 5.000 στρατιώτες, καθώς και ιππικό του στρατηγού Πιοτρ Πέτροβιτς Πάλεν, μεΟυσσάρους, Κοζάκους, περίπου 2.000 στρατιώτες) καιοι Πρώσσοι (9η Ταξιαρχία, 6.000 στρατιώτες) υπό την ηγεσία του γερμανικής καταγωγής Ρώσου στρατηγού Ευγένιου της Βυρτεμβέργης, κατέλαβαν το χωριό Βαχάου. Αλλά, λόγω μεγάλων απωλειών που υπέστησαν εξαιτίας της σθεναρής αντίστασης των Γάλλων, οι Ρώσοι και Πρώσσοι αναγκάστηκαν ν΄ αφήσουν το Βαχάου. Μερικές μονάδες του στρατού τους έμειναν στο δάσος που ήταν κοντά στο χωριό.
Η 5η ρωσσική μεραρχία του στρατηγού Βλαντίμιρ Πέτροβιτς Μεζέντσεφ (5.000 στρατιώτες), καιοι πρωσσικές 10ηκαι 11η ταξιαρχίες επιτέθηκαν στο χωριό Λίμπερτβολκβιτς, το οποίο υπερασπιζόταν το σώμα στρατού του στρατάρχη Νταβού (13.000 στρατιώτες, 50 κανόνια) καιτο σώμα του στρατάρχη Μακντονάλντ (18.000 στρατιώτες). Μετά από σκληρές μάχες, οι Σύμμαχοι κατέλαβαν το χωριό, αλλά καιοι δύο πλευρές είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες. Μετά την άφιξη γαλλικών ενισχύσεων υπό τη μορφή της 36ης γαλλικής μεραρχίας, οι Σύμμαχοι αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό στις 11 π.μ.
Όλο το μέτωπο των Συμμάχων ήταν τόσο αποδυναμωμένο από τη μάχη, πουμε δυσκολία κατάφερε να κρατηθεί τις θέσεις του. Η προσπάθεια των Αυστριακών να καταλάβουν το Κόννεβιτς επίσης δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και, μετά από μισή μέρα μάχης, ο Σβάρτσενμπεργκ έστειλε την αυστριακή μονάδα για βοήθεια στον στρατηγό Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ.
Μετά από αυτά, ο Ναπολέων αποφάσισε να αρχίσει την αντεπίθεση. Στις 15:00, 10.000 Γάλλοι ιππείς υπό την ηγεσία του στρατάρχη Μυρά, προσπάθησαν να διαλύσουν το κεντρικό μέτωπο των Συμμάχων στο Βαχάου. Κατάφεραν να φτάσουν έως το λόφο όπου βρίσκονταν οι αρχηγοί των Συμμάχων καιο ίδιος ο Σβάρτσενμπεργκ, αλλά οι Σύμμαχοι κατάφεραν να τους σταματήσουν χάρη σε αντεπίθεση τωνΚοζάκων, υπό την ηγεσία τουσυνταγματάρχηΙβάν Γιεφρέμοφ.
Επίσης, με αποτυχία τελείωσε η γαλλική αντεπίθεση του 1ου Γαλλικού Σώματος του υποστράτηγου Λοριστόνστο χωριό Γκύλντεν-Γκόσσα (Gülden-Gossa). Όταν ο Σβάρτσενμπεργκ κατάλαβε τη στρατηγική σημασία αυτής της θέσης, διέταξε τον πρίγκηπα Κονσταντίν Πάβλοβιτςνα σταματήσει τη γαλλική αντεπίθεση.
Η επίθεση των στρατιωτών του στρατάρχη Γκιούλαϊ στο Λίντεναου, αποκρούστηκε από τον Γάλλο στρατηγό Μπερτράν, αλλά την αποφασιστική νίκη κατάφερε να πάρει η Στρατιά της Σιλεσίας. Χωρίς να περιμένει τη Βόρεια Στρατιά του Μπερναντότ, ο Μπλύχερ διέταξε μαζική επίθεση. Στα χωριά Βίντεριτς (Wideritz) και Μέκερν (Möckern), οι στρατιώτες των συμμάχων συνάντησαν τη σθεναρή άμυνα των Γάλλων. Ο Πολωνός στρατηγός Γιαν Ντομπρόφσκι, ο οποίος αμυνόταν στο Βίντεριτς, κατάφερε γιαμια ολόκληρη μέρα να κρατήσει το χωριό από τους Ρώσους του στρατηγού Αλεξάντρ-Λουί Αντρώ ντε Λανζερόν. Στο μεταξύ, 17.000 στρατιώτες υπό την ηγεσία του στρατάρχη Ωγκύστ ντε Μαρμόν, ο οποίος αμυνόταν στο Μέκερν, δέχθηκαν διαταγή να υποχωρήσουν προς τα νότια, στο Βαχάου, με αποτέλεσμα να αφήσουν τις καλά οχυρωμένες θέσεις στα βόρεια. Όταν έμαθε ότι οι Σύμμαχοι είναι κοντά, ο Μαρμόν ζήτησε τη βοήθεια του στρατάρχη Νέυ. Ο Πρώσσος στρατηγός Γιόχαν Γιορκφον Βάρτενμπουργκ, ο οποίος διοικούσε 20.000 στρατιώτες σε αυτό το μέρος, μετά από πολλές επιθέσεις κατάφερε να καταβάλει το χωριό, χάνοντας 7.000 στρατιώτες. Το Σώμα Στρατού του Νταβού καταστράφηκε. Με αυτό τον τρόπο, διαλύθηκε το μέτωπο των Γάλλων στα βόρεια της Λειψίας, ενώ οι μονάδες του Ναπολέοντα δεν μπορούσαν να βοηθήσουν, μιας και πολεμούσαν στηΜάχη του Βαχάου.
Τη νύχτα, η μάχη σταμάτησε. Η επίθεση κόστισε στους Συμμάχους 20.000 νεκρούς και τραυματίες. Παρά τις επιτυχημένες αντεπιθέσεις των Συμμάχων στο χωριό Γκύλντεν-Γκόσσα καιστο "Δάσος του Ινστιτούτου" (γύρω από το Βαχάου), μεγάλο μέρος του πεδίου της μάχης έμεινε στην κατοχή των Γάλλων. Οι Γάλλοι απομάκρυναν τους Συμμάχους από το Βαχάου μέχρι το Γκύλντεν-Γκόσσα, και από το Λίμπερτβολκβιτς μέχρι το "Δάσος του Ινστιτούτου", αλλά δεν κατάφεραν να διαλύσουν το μέτωπο των Συμμάχων. Η πρώτη μέρα της μάχης δεν είχε ξεκάθαρο νικητή.
Στις μάχες της πρώτης μέρας, ο Ναπολέων δεν κατάφερε να διαλύσει το αντίπαλο μέτωπο. Οι Σύμμαχοι έλαβαν 100.000 στρατιώτες ως ενίσχυση, ενώ την ίδια ώρα ο Ναπολέων μπορούσε να βασιστεί μόνο στη μονάδα στο χωριό Ντύμπεν (Düben). Ο Ναπολέων κατάλαβε τον κίνδυνο, αλλά, ελπίζοντας στις συγγενικές σχέσεις μετον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Α΄, αποφάσισε ναμην εγκαταλείψει τηΛειψία. Μέσω του Αυστριακού στρατηγού Μαξιμίλιαν φον Μέρφελντ, ο Ναπολέων αργά τη νύχτα της 16ης Οκτωβρίου μεταβίβασε στους Συμμάχους τους δικούς του όρους ειρήνης - τους ίδιους, πουτου είχαν δώσει ειρήνη τον Αύγουστο[9]. Αλλά αυτή τη φορά, οι Σύμμαχοι δεν έδωσαν καμία απάντηση. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι όροι ειρήνης φάνηκαν ως σοβαρό λάθος "ψυχολογίας" του Ναπολέοντα - οι απογοητευμένοι μετα αποτελέσματα της πρώτης μέρας μαχών Σύμμαχοι, άρχισαν να πιστεύουν στην αδυναμία των Γάλλων, μιας καιο Ναπολέων ήταν ο πρώτος που ζήτησε ειρήνη.
Η δεύτερη μέρα της μάχης πέρασε, σε πολλά στάδια, ήσυχα - μόνο στα βόρεια, οι στρατιώτες του Μπλύχερ, αφού κατέλαβαν τα χωριά Όιτριτς (γερ. Eutritzsch) και Γκόλις (γερ. Gohlis), έφθασαν πιο κοντά στη Λειψία.
Στις 14:00, στο χωριό Γιέζεβιτς (γερμ. Jesewitz), οι Σύμμαχοι συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο. Την ίδια ώρα, έφτασε το μήνυμα της άφιξης της Ρωσικής Στρατιάς της Πολωνίας, υπό τον στρατηγό Μπέννιγκσεν (54.000 στρατιώτες). Ο Σβάρτσενμπεργκ ήθελε να συνεχιστεί η μάχη, αλλά ο Μπέννιγκσεν δήλωσε ότι οι στρατιώτες του ήταν εξαντλημένοι από το αδιάκοπο περπάτημα. Αποφασίστηκε να συνεχιστεί η μάχη στις 7:00 π.μ. την επόμενη μέρα.
Γιατην ενίσχυση της στρατιάς του Μπέννιγκσεν, οι Σύμμαχοι τής έστειλαν το 4ο Αυστριακό Σώμα Στρατού τουφον Κλενάου, την 11η Πρωσσική Ταξιαρχία του αντιστράτηγου Χανς ΕρνστΚαρλφον Τσίτεν, και τους Κοζάκους του στρατηγού Ματβέι Πλάτοφ. Με αυτό τον τρόπο, η στρατιά του Μπέννιγκσεν αυξήθηκε κατά 75.000 άνδρες.
Στις 02.00 π.μ., στις 18 Οκτωβρίου, ο Ναπολέων άφησε τις παλιές του θέσεις, αφού, λόγω σοβαρών απωλειών που υπέστη ο γαλλικός στρατός, δεν μπορούσε να τις υπερασπιστεί. Η νέα θέση υπερασπιζόταν από 150.000 Γάλλους στρατιώτες, πουδεν ήταν αρκετοί γιανα αποκρούσουν τις επιθέσεις των Συμμάχων, οι οποίοι είχαν στην διάθεση τους 300.000 στρατιώτες και 1.400 κανόνια. Παρόλα αυτά, οι μάχες της ημέρας ήταν σκληρές καιοι Σύμμαχοι δεν είχαν παντού το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στις 7:00 π.μ., ο Σβάρτσενμπεργκ έδωσε διαταγή για επίθεση.
Ο Ναπολέων, ο οποίος διοικούσε τον στρατό του από το παρακείμενο όρος, προσπαθούσε να αποκρούσει τις συμμαχικές επιθέσεις. Οι μονάδες των Συμμάχων κινούνταν χωρίς ισορροπία, και κάποιες από αυτές ήρθαν πολύ αργά, γεγονός πουδεν έδωσε την ευκαιρία στους Συμμάχους να επιτεθούν την ίδια ώρα συντονισμένα σε όλα τα μέτωπα των Γάλλων. Οι Αυστριακοί υπό την ηγεσία του Γκέσσεν-Γκόμμπουρσκ, επιτέθηκαν στις θέσεις των Γάλλων στοΝτέλιτς (γερ. Dölitz), στοΝτέζεν (γερ. Dösen) καιστοΛέσνιχ (γερ. Lößnig), προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να διαλύσουν τους Γάλλους από την πλευρά της λίμνης Πλάισε. Αρχικά, οι Αυστριακοί κατέλαβαν το Ντέλιτς, και στις 10:00 π.μ. το Ντέζεν. Ο Γκέσσεν-Γκόμμπουρσκ τραυματίστηκε, καιτη διοίκηση των στρατιωτών ανέλαβε ο στρατηγός φον Κολλορέντο-Μάνσφελντ. Οι Γάλλοι νικήθηκαν στο Κόννεβιτς, αλλά για βοήθεια στους στρατιώτες που πολεμούσαν εκεί, στάλθηκαν 2 μονάδες του Ναπολέοντα, υπό την ηγεσία του Νικολά Ουντινό. Οι Αυστριακοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, και άφησαν το Ντέζεν. Αφού ανανέωσαν τις δυνάμεις τους, οι Αυστριακοί συνέχισαν την επίθεσή τους, και μέχρι το μεσημέρι κατάφεραν να καταλάβουν το Λέσνιχ, αλλά δεν κατάφεραν να ανακαταλάβουν το Κόννεβιτς, το οποίο υπερασπιζόταν από τους Πολωνούς και τους νεοσύλλεκτους Γάλλους στρατιώτες, υπό την ηγεσία των στραταρχών Ουντινό και Οζερώ.
Σκληρή μάχη διεξήχθη στο χωριό Προμπστάιντα (γερ. Probstheida), το οποίο υπερασπιζόταν ο στρατάρχης Βικτόρ. Ο Ναπολέων έστειλε εκεί την Παλαιά Στρατιά καιτη μονάδα του στρατηγού Αντουάν Ντρουό (150 πυροβόλα). Η Παλαιά Στρατιά προσπάθησε να κάνει αντεπίθεση στα νότια, αλλά οι Σύμμαχοι, μετη βοήθεια των πυροβόλων που διέθεταν, κατάφεραν να σταματήσουν την επίθεση. Μέχρι το τέλος της ημέρας, οι Σύμμαχοι δεν κατάφεραν να καταλάβουν το Προμπστάιντα, και έτσι η μάχη συνεχίστηκε καιτη νύχτα.
Γύρω στις 14:00, στη δεξιά πλευρά, η στρατιά του Μπέννιγκσεν, η οποία άρχισε την επίθεση με καθυστέρηση, κατέλαβε τα χωριά Τσούκελχαουζεν (γερ. Zuckelhausen), Χόλτσχαουζεν (γερμ. Ηοltzhausen) καιΠάουνσντορφ (γερ. Paunsdorf). Στην πολιορκία του Πάουνσντορφ, παρά τις αντιρρήσεις του Μπερναντότ, συμμετείχαν κάποιες μονάδες της Βόρειας Στρατιάς, η πρωσσική μονάδα του στρατηγού Φρίντριχ φον Μπύλοφκαιη ρωσσική μονάδα του στρατηγού Βίντσινγκερντ. Μονάδες της Στρατιάς της Σιλεσίας, υπό την ηγεσία των Ρώσων στρατηγών Αλεξάντρ ΛανζερόνκαιΦαμπιάν Όστεν-Ζάκεν, κατέλαβαν τα χωριά Σένεφελντ (Schönefeld) καιΓκόλις. ΣτηΜάχη του Πάουνσντορφ, για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε η αγγλική ρουκέτατου Κόνγκριβ (Congreve), η οποία ήταν η συνεισφορά της Αγγλίας στη Μάχη της Λειψίας.
Στο κύριο στάδιο της μάχης, όλη η σαξονική μονάδα (3.000 στρατιώτες, 19 πυροβόλα), η οποία πολεμούσε μαζί μετον Ναπολέοντα, πήγε μετο μέρος των Συμμάχων. Λίγο αργότερα, το ίδιο πράγμα έκαναν οι μονάδες της Βυρτεμβέργηςκαι της Βάδης. Μετά από αυτό, οι Γερμανοί αρνήθηκαν να στηρίξουν τον Ναπολέοντα. Τις απώλειες των Γάλλων μετά από αυτό, περιγράφει η παρακάτω φράση:
Ένα μεγάλο κενό δημιουργήθηκε στο μέσο του μετώπου του γαλλικού στρατού, είναι σαννα χάθηκε η καρδιά του στρατού.
Μέχρι το απόγευμα, στα βόρεια καιτα ανατολικά, οι Γάλλοι νικήθηκαν σε απόσταση αναπνοής από τηΛειψία. Μετά τις 18:00, η μάχη σταμάτησε, καιοι στρατιώτες των δύο πλευρών άρχισαν να ετοιμάζονται γιατη μάχη της επόμενης μέρας. Κατόπιν, ο Ναπολέων έδωσε διαταγή για υποχώρηση, καθότι έλαβε μία αναφορά από τον αρχηγό του πυροβολικού, σύμφωνα μετην οποία κατά την διάρκεια 5 ημερών μάχης, οι Γάλλοι δαπάνησαν 220.000 πυρομαχικά του πυροβολικού, έχοντας πλέον στην διάθεσή τους μόνο 16.000, κάτι πουδενθα ήταν αρκετό γιατην απόκρουση των συμμαχικών επιθέσεων.[11]
Ο Σβάρτσενμπεργκ αμφέβαλλε γιατην ανάγκη να αφήσουν ανενόχλητο τον ακόμα δυνατό αντίπαλο, ενώ βρισκόταν εγκλωβισμένος σεμια άνιση μάχη. Ο στρατάρχης Γκιούλαϊ έλαβε διαταγή μόνο να παρακολουθεί τους Γάλλους καιναμην επιτεθεί στο Λίντεναου. Χάρη σε αυτό, ο Γάλλος στρατηγός Μπερτράν κατάφερε να χρησιμοποιήσει τον δρόμο στοΒάισσενφελς (γερ. Weissenfels), από το Λίντεναου προς την κατεύθυνση στοΤσαλλ (γερμ. Zall), όπου από πίσω του κινήθηκαν οι στρατιώτες καιτα κανόνια. Τη νύχτα άρχισε η μαζική υποχώρηση των Γάλλων υπό την ηγεσία των στραταρχών Βικτόρ και Οζερώ, ενώ οι στρατάρχες Μακντονάλντ και Νέυ, μαζί μετον στρατηγό Λοριστόν έμειναν στην πόλη σε περίπτωση τυχόν επίθεσης των Συμμάχων.
Μιας καιο Ναπολέων ήλπιζε σε νίκη, δεν είχε γίνει επαρκής προετοιμασία για ενδεχόμενη υποχώρηση. Γιατην υποχώρηση, οι Γάλλοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μόνο το δρόμο στο Βάισσενφελς.
Οι θέσεις των Συμμάχων γιατη 19η Οκτωβρίου πάρθηκαν υπολογίζοντας πως την επόμενη μέρα θα συνεχιζόταν η μάχη. Οι προτάσεις του Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας, για πέρασμα από τη λίμνη Πλάισε, καιτου Μπλύχερ για αποστολή 20.000 στρατιωτών του ιππικού γιατην παρακολούθηση των Γάλλων, δεν έγιναν δεκτές. Όταν η πρωινή ομίχλη διαλύθηκε, έγινε αντιληπτό ότι η περαιτέρω άμυνα της Λειψίας δεν είχε νόημα. Ο βασιλιάς της Σαξονίας, Φρειδερίκος-Αύγουστος Α΄, έστειλε έναν από τους διοικητές τουμε πρόταση για παράδοση της πόλης χωρίς μάχη, ανοι Σύμμαχοι έδιναν στους Γάλλους 4 ώρες χρόνο γιανα αποχωρήσουν. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ αρνήθηκε την πρόταση και, στις 10:00 π.μ. έδωσε διαταγή για επίθεση κατά της Λειψίας.
Σύμφωνα μετον Βρεταννό στρατηγό και διπλωμάτη Ουίλλιαμ Κάθκαρτ (1755–1843), οΦρειδερίκος-Αύγουστος Α΄ της Σαξονίας ζήτησε ειρήνη μόνο όταν οι Σύμμαχοι άρχισαν τους βομβαρδισμούς κατά της Λειψίας. Ο Ρώσσος στρατηγός ΚαρλφονΤολλ, ο οποίος μετέφερε την απάντηση του Αλέξανδρου Α΄, αναγκάστηκε να οργανώσει τη φρουρά του βασιλιά της Σαξονίας, γιανατον προστατέψει από τους Ρώσους στρατιώτες, οι οποίοι επιτίθονταν στο παλάτι.
Την ίδια ώρα πουοι Γάλλοι υποχωρούσαν από τη δυτική πύλη τουΡάνστατ (Ranstad), οι Ρώσοι στρατιώτες υπό την ηγεσία των στρατηγών Λανζερόν και Όστεν-Ζάκεν κατέλαβαν την πύλη της πόλης Χάλλες (γερ. Halles), οι Πρώσσοι στρατιώτες υπό την ηγεσία του στρατηγού Φρίντριχ φον Μπύλοφ κατέλαβαν την πύλη της Γκρίμμα (γερ. Grimma) καιτη νότια πύλη της Λειψίας, ενώ οι Ρώσοι στρατιώτες υπό την ηγεσία του Μπέννιγκσεν κατέλαβαν τοΠέτερστορ (γερ. Peterstor). Στο στρατόπεδο των Γάλλων που έμειναν στην πόλη, ξέσπασε πανικός, όταν είδαν ότι από λάθος καταστράφηκε η γέφυρα τουΈλστερμπρυκ (Elsterbrück), η οποία βρισκόταν μπροστά από τις πύλες του Ράντσταντσκ. Όταν οι Γάλλοι άκουσαν τις ζητωκραυγές των Συμμάχων, κατέστρεψαν τη γέφυρα, χωρίς να σκεφτούν ότι στην πόλη βρίσκονταν 20.000 στρατιώτες, οι στρατάρχες Μακντονάλντ και Νέυ, καιο στρατηγός Λοριστόν. Πολλοί, όπως ο στρατάρχης Πονιατόφσκι, τραυματίστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Συμμάχους και φυλακίστηκαν.
Μέχρι τις 13:00, η Λειψία είχε απελευθερωθεί από τους Γάλλους. Η Μάχη της Λειψίας βρήκε νικητές τους Συμμάχους.
Η μάχη τελείωσε μετην υποχώρηση του Ναπολέοντα στη Γαλλία. Μετά την ήττα των Γάλλων στη Λειψία, οι Σύμμαχοι κατέλαβαν τηΒαυαρία. Το τμήμα των Αυστριακών και Βαυαρών, υπό την ηγεσία του Βαυαρού στρατηγού Καρλ Μπρέντε, προσπάθησε να σταματήσει την υποχώρηση των Γάλλων κοντά στηΦρανκφούρτη αλλά, στις 31 Οκτωβρίου, ο Ναπολέων νίκησε τους Βαυαρούς στη μάχη τουΧανάουκαι υποχώρησε. Στις 2 Νοεμβρίου, ο Ναπολέων κατευθύνθηκε από τον ποταμό Ρήνοστη Γαλλία ενώ, 2 μέρες αργότερα, κατέφθασε ο συμμαχικός στρατός και σταμάτησε εκεί.
Λίγο αργότερα, μετά την υποχώρηση του Ναπολέοντα από τη Λειψία, ο Γάλλος στρατάρχης Σαιν-Συρ παρέδωσε τηΔρέσδη. Όλα τα γαλλικά οχυρά στη Γερμανία, εκτός από αυτό στοΑμβούργο, όπου αμυνόταν ο στρατάρχης Νταβού, παραδόθηκαν μέχρι τις αρχές του 1814. ΗΣυνομοσπονδία του Ρήνου, η οποία είχε δημιουργηθεί στοΠαρίσι υπό την πίεση του Ναπολέοντα, καιστην οποία συμμετείχαν 16 γερμανικά κρατίδια, διαλύθηκε. Έπειτα οι Σύμμαχοι κατέλαβαν τηνΟλλανδία.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1814, άρχισε η επίθεση των Συμμάχων κατά της Γαλλίας. Ο Ναπολέων, που είχε πιαστην κατοχή του μόνο τη Γαλλία, αναγκάστηκε να πολεμήσει εναντίον των συνασπισμένων δυνάμεων της υπόλοιπης Ευρώπης και, εξαιτίας αυτής της επίθεσης, τελικά έχασε τον θρόνο του.
Ο γαλλικός στρατός, σύμφωνα με κάποιες μελέτες[12], έχασε στη Λειψία 70.000-80.000 στρατιώτες. Από αυτούς περίπου 38.000 ήταν οι νεκροί, 20.000 οι αιχμάλωτοι, καθώς και 12.000 οι τραυματίες, ενώ σε αυτούς περιλαμβάνονται και 5.000 Σάξονες που αυτομόλησαν στους Συμμάχους.[13] Εκτός από τις απώλειες στη μάχη, ο γαλλικός στρατός έχασε πολλούς στρατιώτες εξαιτίας της επιδημίας τύφου, επιστρέφοντας στη Γαλλία με μόλις 40.000 άνδρες[14]. Στη λίστα των νεκρών συμπεριλαμβανόταν καιο Πονιατόφσκι, ο οποίος προήχθη σε στρατάρχη δύο μέρες πριντον θάνατό του. Οι Σύμμαχοι έλαβαν ως λάφυρο 325 πυροβόλα.
Οι απώλειες των Συμμάχων ανέρχονταν στους 54.000 νεκρούς και τραυματίες, από τους οποίους περίπου 23.000 ήταν Ρώσοι, 16.000 Πρώσσοι, 15.000 Αυστριακοί και 180 Σουηδοί.[13]
Οι ρωσικές απώλειες επαληθεύονται μετην αναμνηστική επιγραφή στην Πολεμική Πινακοθήκη της Εκκλησίας του Σωτήρα Χριστούστη Μόσχα.[15]. Στη μάχη σκοτώθηκε ο στρατηγός Ιβάν Σέβιτς, καθώς και άλλοι 5.000 αξιωματικοί. Γιατη συμμετοχή τους στη Μάχη της Λειψίας, 4 στρατηγοί παρασημοφορήθηκαν μετοΠαράσημο του Αγίου Γεωργίουβ' βαθμού.
Το 1898-1913, σε ανάμνηση της αιματηρής μάχης ανεγέρθηκε τοΜνημείο της Μάχης των Εθνών. Η χρηματοδότηση αυτού του έργου έγινε κυρίως από ιδιώτες. Κοντά στο μνημείο υπάρχει οΒράχος του Ναπολέοντα. Σε αυτό το μέρος, στις 18 Οκτωβρίου 1813, ο Ναπολέων υπέγραψε τη διαταγή υποχώρησης. Κατά την εποχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η κυβέρνηση της χώρας για πολύ καιρό σκεφτόταν εάν έπρεπε να καταργήσει το μνημείο, το οποίο είχε γίνει σύμβολο του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Αλλά, λόγω του ότι το μνημείο δόξαζε τη "ρωσογερμανική πολεμική συνεργασία", τελικά δεν κατεδαφίστηκε. Το 2003, άρχισαν οι εργασίες γιατην αποκατάστασή του, οι οποίες υπολογίζοντο ότι θα είχαν αποπερατωθεί έως το 2013.