ΗΜητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας (ρουμανικά: Mitropolia Chișinăului și a întregii Moldove; ρωσικά: Кишинёвско-Молда́вская митропо́лия), αναφερόμενη και ως Ορθόδοξη Εκκλησία της Μολδαβίας (ρουμανικά: Biserica Ortodoxă din Moldova; ρωσικά: Правосла́вная це́рковь Молдо́вы), είναι ημιαυτόνομη εκκλησιαστική δικαιοδοσία, υπό τοΠατριαρχείο Μόσχας και πάσης Ρωσίας.[1] Κανονική επικράτεια της Εκκλησίας είναι το κράτος της Δημοκρατίας της Μολδαβίας.
Η Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας είναι η μεγαλύτερη εκκλησία της χώρας και μία από τις δύο κύριες ορθόδοξες δικαιοδοσίες στη χώρα μαζί μετηνΜητρόπολη Βεσσαραβίας, επίσης αυτόνομη, δικαιοδοσίας τουΠατριαρχείου Ρουμανίας. Στην απογραφή του 2004 στη Μολδαβία, 3.158.015 άνθρωποι ή το 95,5% αυτών που δηλώνουν θρησκεία, δήλωσαν ότι είναι Ανατολικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Το 1812, το ανατολικό μισό της Μολδαβίας (μετονομάστηκε σεΒεσσαραβία) προσαρτήθηκε από τοΡωσική Αυτοκρατορία, η οποία έθεσε τις ορθόδοξες εκκλησίες σε αυτή την περιοχή υπό τη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1813, ιδρύθηκε η επαρχία του Κισινέφ (Κισινάου) καιτου Χότιν, υπό τονΡουμάνοΑρχιεπίσκοπο Γαβριήλ (Μπανουλέσκου-Μποντόνι). Μετά το 1821, το ρωσικό κράτος καιη Ρωσική Εκκλησία ξεκίνησαν μια πολιτική συγκεντρωτισμού καιεκρωσισμού, που περιλάμβανε την επιβολή της εκκλησιαστικής σλαβονικής αντί της ρουμανικής, ως λειτουργικής γλώσσας, και όλων των Αρχιεπισκόπων ως Ρώσων.[2][3] Ωστόσο, οιιθαγενείςιερείς συνέχισαν να υπηρετούν στις αγροτικές ενορίες (καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Μολδαβίας) καθώς οι περισσότεροι δεν μιλούσαν ρωσικά, ενώ οι προσπάθειες ίδρυσης μιας ρωσικής σχολής απέτυχε καιο αγροτικός κλήρος απομονώθηκε όλο και περισσότερο από την ηγεσία της εκκλησίας. Κατά συνέπεια, μετά το 1867, οι εκκλησιαστικές αρχές άρχισαν να χρησιμοποιούν τόσο τη ρουμανική όσο καιτη ρωσική γλώσσα στις εκδόσεις τους καιτο 1905 υπήρξε μια βραχύβια πρωτοβουλία γιανα γίνει η ρουμανική γλώσσα της εκπαίδευσης.[4]
Το 1858, αφού η νότια Βεσσαραβία επέστρεψεστη Μολδαβία, η οποία σύντομα ενώθηκε μετηνΒλαχίαγιανα σχηματίσουν την Ρουμανία, οι ορθόδοξες εκκλησίες στοΚαχούλ, το Μπολγκράντ καιτο Ισμαήλ επανήλθαν υπό τη ρουμανική εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητρόπολης Μολδαβίας και Βουκοβίνας, η οποία ίδρυσε την Επισκοπή του Κάτω Δούναβη, το 1864.[3][5]Το 1878, αφού η Ρωσία προσάρτησεεκ νέου τη νότια Βεσσαραβία, η δικαιοδοσία της Ρωσικής Εκκλησίας αποκαταστάθηκε.
Το 1918, αφότου η περιοχή περιήλθε σε ρουμανική κυριαρχία, η Αρχιεπισκοπή του Κισινάου περιήλθε, αψηφώντας τις διαμαρτυρίες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπό την υποταγή της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.Απρόθυμος να δεχτεί τις αλλαγές που ήρθαν, ο επίσκοπός του αντικαταστάθηκε.[6][7]Το 1922, η Ιερά Σύνοδος της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ίδρυσε δύο ακόμη επισκοπές στη Βεσσαραβία -την Επισκοπή του Χοτίν, με έδρα τοΜπάλτσι, καιτην Επισκοπή του Cetatea Albă, με έδρα τοΙσμαήλιο- ενώ, το 1927 η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Βεσσαραβία ανυψώθηκε στο βαθμό και ονομάστηκε Μητρόπολη της Βεσσαραβίας. Το ρουμανικό κράτος καιη εκκλησία ξεκίνησαν μια αντεπίθεση ρουμανοποίησης, ώστε να επιβληθεί η ρουμανική ως λειτουργική γλώσσα, καιτην χρήση τουΑναθεωρημένου Ιουλιανού ημερολογίου.[2]
Ακολουθώντας τοΓερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης, η Σοβιετική Ένωση προσάρτησε την Βεσσαραβία και ανακήρυξε τοΜολδαβική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Η Μητρόπολη της Βεσσαραβίας αναγκάστηκε να διακόψει τη δραστηριότητά της.[6]Την ίδια περίοδο, το Πατριαρχείο Μόσχας ίδρυσε στο έδαφος της νέας Σοβιετικής Δημοκρατίας μια νέα Επισκοπή, αυτήν του Κισινάου, πουτο 1990 ανυψώθηκε στο βαθμό της Αρχιεπισκοπής.[8]
Ένα χρόνο μετά την ανεξαρτησία από τηνΕΣΣΔκαιτηνδιακήρυξη της ανεξαρτησίας της ως Δημοκρατία της Μολδαβίας το 1991, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία παραχώρησε αυτονομία στη δικαιοδοσία της στη νέα χώρα και ανύψωσε τον βαθμό της Αρχιεπισκοπής σε Μητρόπολη Κισινάου και Πάσης Μολδαβίας.[9]
Η Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας διεκδικεί αποκλειστική δικαιοδοσία επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Μολδαβία, ανκαι αυτό αμφισβητείται από τη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία καιτη Μητρόπολη Βεσσαραβίας. Η Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας αποτελείται σήμερα από πέντε Επαρχίες ή Επισκοπέςκαιτο 2010 είχε 1.231 ενορίες, 46 μοναστήρια, 9 σκήτες, μία θεολογική ακαδημία, και δύο θεολογικές σχολές που εξυπηρετούνται από 7 Ιεράρχες, 1,395 ιερείς, και 107 διακόνους.
Μετά την παραχώρηση αυτονομίας στην Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας από το Πατριαρχείο Μόσχας, η Εκκλησία διαχειρίζεται τις τοπικές της υποθέσεις μέσω τοπικής Ιεράς Συνόδου της οποίας προεδρεύει οπροκαθήμενός της και συμμετέχουν οι επισκόποι της.
ΗΡουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι, κατά τη διάρκεια του χρόνου, η δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην πρώην επικράτεια της Βεσσαραβίας ήταν μια άδικη και καταχρηστική πράξη όσον αφορά την ιστορική πραγματικότητα καιτο κανονικό δίκαιο καιτο δικαίωμα δικαιοδοσίας της Ρωσικής Μητρόπολης Κισινάου και πάσης Μολδαβίας μπορεί να ασκηθεί μόνο στηρωσικήεθνότητα της Μολδαβίας.[10]
Ενόψει της ανεξαρτησίας της Μολδαβίας, η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία επανενεργοποίησε τη μεσοπολεμική Μητρόπολη Βεσσαραβίας, της παραχώρησε αυτονομία και της έδωσε δικαιοδοσία στη Δημοκρατία της Μολδαβίας καισε περιοχές της νοτιοδυτικής Ουκρανίαςμερουμανικούς πληθυσμούς. Η Μητρόπολη ξεκίνησε το 1992 από τον Μολδαβό Ορθόδοξο Επίσκοπο της Μπάλτσι, Πέτρο (Păduraru). Το 2006, το Ανώτατο Δικαστήριο της Μολδαβίας αναγνώρισε την Αυτόνομη Μητρόπολη Βεσσαραβίας, ως «ιστορικό, κανονικό και πνευματικό διάδοχο της Μητρόπολης της Βεσσαραβίας που λειτούργησε μέχρι το 1944 συμπεριλαμβανομένου».[6]
Η Μητρόπολη Βεσσαραβίας είχε 84 ενορίες στη Μολδαβία κατά τη στιγμή της οργάνωσής της και θεωρείται σχισματική οργάνωση από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Από την άλλη πλευρά, η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία τάσσεται υπέρ μιας "ειρηνικής συνύπαρξης και αδελφικής συνεργασίας μεταξύ των δύο Ορθοδόξων Μητροπόλεων που λειτουργούν υπό τη δικαιοδοσία των δύο αδελφών Ορθοδόξων Πατριαρχείων".[6]