Βους ο πρωτογενής (Bos primigenius)Βογιάνους, 1827
Bos primigenius taurus
Bos primigenius f. taurus
Ο Βους ο ταύρος είναι η επιστημονική ονομασία που έχει δοθεί στο σύνολο των οικόσιτων βοοειδώντουΠαλαιού Κόσμουπου κατάγονται από τον άγριο Ούρο (γνωστός και ως άουροχς ή βους ο αρχέγονος). Είναι ένα είδος μεγαλόσωμων μηρυκαστικώνθηλαστικών (ύψος 120 με 150 εκατοστόμετρα καιβάρος 600 με 800 κιλά). Διακρίνονται δύο κύρια υποείδη: η οικόσιτη αγελάδα της Ευρώπης (Βους ο ταύρος ο ταύρος, συν. Βους ο πρωτογενής ο ταύρος) καιτοζεμπού (Βους ο ταύρος ο ινδικός, συν. Βους ο πρωτογενής ο ταύρος), στα οποία κάποιοι συγγραφείς προσθέτουν καιτο παλαιότερο Βους ο ταύρος ο πρωτογενής, οΆουροχςπου εξαφανίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα σε άγρια κατάσταση (ανκαι κάποια από αυτά είχαν επίσης εξημερωθεί), αλλά οι επιστήμονες επιχειρούν ναανασυστήσουν μία φυλήτου.
Ανκαιδεν είναι γνωστό πότε εξημερώθηκε τοζώοκαι έγινε κατοικίδιο, φαίνεται ότι η εξημέρωση έγινε στηΜέση Ανατολή, και ύστερα ηεκτροφή τους αναπτύχθηκε σταδιακά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι κυριότερες υπηρεσίες τους ήταν η παραγωγή κρέατος, γάλακτοςκαιη εργασία. Οι βοοΐνες υπηρετούν επίσης στην παραγωγή δέρματος, κεράτωνγιαταμαχαίρια, ή κοπριάςγια θέρμανση καιγιατηνγονιμοποίησητων εδαφών.
Οι βοοΐνες ενθουσίαζαν πάντα τους ανθρώπους, για τους οποίους ο ταύρος είναι ένα σύμβολο δυνάμεωςκαιγονιμότητας. Για αυτό, αυτά τα ζώα είναι παρόντα σε διάφορες θρησκείες.
Το είδος δεν έχει γενική κοινή ονομασία,[εκκρεμεί παραπομπή] αλλά διάφοροι όροι χρησιμοποιούνται για διαχωρισμό των αντιπροσώπων του, βάσει του φύλου τους, της ηλικίας τους ή της καταγωγής τους.
Στο πλαίσιο της εκτροφής, ο όρος «βοοειδές» χρησιμοποιείται συχνά γιανα δηλώσει το είδος, μολονότι αυτός ο όρος επίσης αναφέρεται ευρύτερα σε όλη τηνοικογένειατωνΒοοειδών.
ΟΒους ο ταύρος είναι ένα μεγάλο εύρωστο ζώο, που ζυγίζει κατά μέσο όρο 750 χιλιόγραμμα, ανκαιμε μεγάλες διακυμάνσεις (μεταξύ 150 και 1.350 χιλιογράμμων[1]), και έχει ύψος κυμαινόμενο μεταξύ 120 και 150 εκατοστόμετρα ανάλογα μετην φυλή καιτο άτομο.[2]
Η οδόντωσή τους είναι προσαρμοσμένη σε φυτική τροφή. Αποτελείται από 32 δόντια στους ενηλίκους: οκτώ κάτω τομείς, τέσσερεις προγομφίουςκαι τρεις γομφίουςσε κάθε γνάθο. Οι κοπτήρες είναι προσανατολισμένοι προς τα μπροστά. Επιτρέπουν την κοπή των χόρτων. Οι βοοίνες δεν έχουν άνω τομείς. Αυτοί έχουν αντικατασταθεί από μία σφαιρική προεξοχή των ούλων. Ηγνάθος είναι προσαρμοσμένη σε κυκλική κίνηση που επιτρέπει στο ζώο να βόσκει. Οι γομφίοι τους τούς επιτρέπουν να συνθλίβουν τα φυτά γιανα είναι επαρκώς λεπτά ωστενα γίνει κατάλληλη πέψη. Η προεκτατή γλώσσα τους, καλύπτεται από καράτινες θηλέςπουτην καθιστούν τραχιά.[3]Τορύγχος είναι πλατύ και παχύ. Το μέτωπο είναι αρκετά μεγάλο, επίπεδο, και φέρει σγουρό και παχύ τρίχωμα στην προεξέχουσα κορυφή του : ο κότσος. Μεταξύ της γραμμής των ματιών καιτου ρύγχους, το μέτωπο προεκτείνεται στο επιρρίνιο. Το ζώο διαθέτει δύο κοίλα κέρατα, ένα σε κάθε πλευρά του κρανίου του (ανκαισε πολλές φυλές οι αγελάδες δεν έχουν κέρατα, παρά μόνο οι ταύροι), των οποίων το μέγεθος ποικίλλει ανάλογα μετο ζώο. Τα κέρατα είναι γενικώς προσανατολισμένα προς τα επάνω, ή προς τα πλάγια, καιτο σχήμα τους θυμίζει λύρα. Τααυτιά βρίσκονται χαμηλά και έχουν σχήμα χωνιού, κρεμαστά σταζεμπού. Εξωτερικά ταπτερύγια καλύπτονται από λεπτό τρίχωμα και εσωτερικά από μακρύ τρίχωμα. Ταμάτια είναι ελαφρώς σφαιρικά[3].
ΟΒους ο ταύρος έχει κοντό και πλατύ λαιμό, καιπρογούλιπου κρέμεται κάτω από το στήθος. Ηουράτου, είναι μακριά και φουντωτή στην άκρη. Συνδέεται πολύ ψηλά, σε μία εσοχή ανάμεσα στα οστά της λεκάνης. Η πλάτη είναι ελαφρώς κοίλη. Τα ζεμπού διαθέτουν μία καμπούρα αμέσως μετά τον λαιμό.[4]Ηλεκάνη είναι προεξέχουσα καιοι γοφοί πλατείς και πεπλατυσμένοι. Τα θηλυκά διαθέτουν μαστό συνδεδεμένο κάτω από το στομάχι προς το πίσω μέρος του ζώου.
Οι αγελάδες έχουν ένα στομάχιμε 4 τμήματα. Πολλές φορές καταπίνουν και μεταλλικά αντικείμενα. Είναι ζώα μηρυκαστικά, που σημαίνει ότι ξαναφέρνουν την τροφή τους στο στόμα καιτην αναμασούν. Η τροφή τους περιλαμβάνει κυρίως χόρτα. Η διάρκεια της κύησης είναι 9 μήνες. Ένα νεογέννητο μοσχαράκι ζυγίζει από 25 μέχρι 45 κιλά. Το παγκόσμιο ρεκόρ γιατον βαρύτερο ταύρο, κατείχε ένας ταύρος, ονόματι Ντονέτο, ο οποίος παρουσιάστηκε το1955σε έκθεση στοΑρέτσο. Ζύγιζε 1.740 κιλά.[5]Οι αγελάδες ζουν συνήθως 15 χρόνια και σπάνια μπορούν να φτάσουν ως τα 25 χρόνια.
Δεν είναι γνωστό πότε εξημερώθηκε το ζώο από τονούροκαι έγινε κατοικίδιο. Η αρχική του πατρίδα θεωρείται ηΑσίακαι μάλλον η εξημέρωση έγινε στηΜέση Ανατολή. Από εκεί εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο και προσαρμόστηκε ανάλογα με τους φυσικούς παράγοντες κάθε τόπου. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν ποικίλες φυλές. Η σημερινή μορφή της «βελτιωμένης» αγελάδας διαμορφώθηκε με ανθρώπινη παρέμβαση και συγκεκριμένα μετη χρήση ζωοτεχνικών μεθόδων, όπως επιλογή, αιμομιξία, πλούσια διατροφή και διασταύρωση. Η «βελτίωση» αυτή προχώρησε πιο πολύ στα δυτικά, εξαιτίας του εύκρατου κλίματος και της υγρασίας στις παράκτιες περιοχές καιστα νησιά της Μάγχης, όπως επίσης στηνΑγγλίακαιστηΒόρεια Θάλασσα. Οι βελτιωμένες φυλές μεταφέρθηκαν και κατέκτησαν τηνΑμερικήκαι άρχισαν να επεκτείνονται σε όλο τον κόσμο.
Η αγελάδα χρησιμοποιείται γιατογάλαπου παράγει καιγια αναπαραγωγή (ανκαιστην πράξη κάποιες ράτσες αγελάδων χρησιμοποιούνται, παράλληλα, καιγια παραγωγή κρέατος). Το βόδι καιτο μοσχάρι χρησιμοποιείται για παραγωγή κρέατος, ενώ οι ταύροι χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για αναπαραγωγή. Παλαιότερα, τα βόδια χρησιμοποιούνταν και από γεωργούς για δουλειές όπως η άροση,
Αγελάδα εγχώριας φυλής, που υπήρχε και υπάρχει ακόμα στηνΕλλάδα. Έχει μικρό σώμα, αλλά είναι τραχιά στο τρίχωμα και ικανή να περπατάει όλη τη μέρα. Παράγει γάλα όσο χρειάζεται γιατο μοσχάρι της. Το τρίχωμά της έχει χρώμα μαύροκαισταχτί. Τα νεαρά ζώα είναι σχεδόν μαύρα καιμετην ηλικία γίνονται σταχτιά ως άσπρα. Ηεν λόγω φυλή εξαφανίζεται σταδιακά, καθώς εκτοπίστηκε από βελτιωμένες φυλές, οι οποίες εισάγονται από άλλα κράτη.
Βελτιωμένη αγελάδα: η φυλή αυτή προήλθε κυρίως από διασταυρώσεις των εγχώριων αγελάδων με ταύρους ή μοσχάρια ή άλλες αγελάδες (εισαγόμενα). Η βελτιωμένη αγελάδα είναι μεγαλόσωμη και πολύ νωρίς φθάνει σε ηλικία γιανα γεννήσει. Παράγει γάλασε μεγάλες ποσότητες καιγιατο λόγο αυτό έχει ανάγκη πολλής τροφής. Γιατο λόγο αυτό, δεν μπορεί να αναπτυχθεί στην Ελλάδα, λόγω έλλειψης λιβαδιών.
Οι βελτιωμένες αγελάδες είναι περισσότερο ευάλωτες στις ασθένειες, επειδή μετον ενσταβλισμό απομακρύνθηκαν από τη φυσική ζωή. Πολλές αγελάδες υποφέρουν από διαταραχές, με σοβαρότερη τησπογγώδη εγκεφαλοπάθεια, η οποία είναι επίσης γνωστή ως «Νόσος των Τρελών Αγελάδων». Ηεν λόγω νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο μέσω της τροφικής αλυσίδας και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στηνΑγγλία, τηδεκαετία του 1990. Στη συνέχεια μεταδόθηκε καισε άλλες χώρες και οδήγησε στην απαγόρευση εισαγωγής βόειου κρέατος και παραγώγων από τοΗνωμένο Βασίλειο προς τις άλλες χώρες της Ευρώπης.
Τον Οκτώβριο του2015, ο IARC κατάταξε την κατανάλωση κόκκινου κρέατος στην Κατηγορία 2Α: Πιθανώς (probable) καρκινογενή γιατον άνθρωπο, χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί η (αρχική) υπόθεση ότι το κόκκινο κρέας προκαλεί καρκίνο του εντέρου, ενώ την κατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος στην Κατηγορία 1: Καρκινογενή γιατον άνθρωπο.[6]
Cattle Today (CT). 2006. Ιστότοπος. Φυλές αγελάδας. Cattle Today. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2006).
Clay, J. 2004. World Agriculture and the Environment: A Commodity-by-Commodity Guide to Impacts and Practices. Washington, D.C., USA: Island Press. ISBN 1-55963-370-0.
Clutton-Brock, J. 1999. A Natural History of Domesticated Mammals. Cambridge UK : Cambridge University Press. ISBN 0-521-63495-4.
Herman R. Purdy· R. John Dawes· Dr. Robert Hough (2008). Breeds Of Cattle (2η έκδοση). - A visual textbook containing History/Origin, Phenotype & Statistics of 45 breeds.