αλλοτροπισμός
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλλοτροπισμός < αγγλική allotropism < αρχαία ελληνική ἄλλος + τρόπος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
αλλοτροπισμός αρσενικό
- (χημεία)
η εμφάνιση κάποιων χημικών στοιχείων ή ενώσεωνμ ε δύο ή περισσότερες μορφές διαφορετικής εμφάνισης ή σύστασης (π .χ .τ ο σκληρό διαμάντικ α ι ο μαλακός γραφίτης θεωρούνται αλλότροπατ ο υ άνθρακα)
Άλλες μορφές
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αλλοτροπία
- αλλοτροπικός
- αλλότροπο
- αλλότροπος
- → δείτε τις λέξεις άλλος
κ α ι τρόπος
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
αλλοτροπισμός