κρυπτό
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]κρυπτό < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική krypton < αρχαία ελληνική κρυπτός (ουδέτερο)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρυπτό, κρυπτόν ουδέτερο
- (χημεία) ευγενές αέριο
μ ε ατομικό αριθμό 36κ α ι χημικό σύμβολοτ ο Kr
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ||||
γενική | ||||
αιτιατική | ||||
κλητική | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
κρυπτό
σ τ η Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρυπτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κρυπτό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού
τ ο υ κρυπτός - ονομαστική, αιτιατική
κ α ι κλητική ενικού, ουδέτερου γένουςτ ο υ κρυπτός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κρυπτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Λόγια δάνεια από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'βουνό' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)