μπούφος
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | μπούφος | μπούφ | ||
γενική | μπούφ |
μπούφ | ||
αιτιατική | μπούφ |
τους | μπούφους | |
κλητική | μπούφ & μπούφ |
μπούφ | ||
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπούφος < (άμεσο δάνειο) ιταλική bufo (διαλεκτικό) + -ς (αναδανεισμός[1] → δείτε
τ η λέξη βούφος, μεσαιωνικήκ α ι ελληνιστική κοινήβ ο ῦφος)
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈbu.fos/- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπού‐φος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπούφος αρσενικό
- (πτηνό) είδος νυχτόβιου αρπακτικού πουλιού (Bubo bubo)
π ο υ συγγενεύειμ ε τ η ν κουκουβάγια. Είναιτ ο μεγαλύτερο ευρωπαϊκό νυχτόβιο πουλί - (μεταφορικά)
ο βλάκας,ο κουτός,ο χαζός,ο ηλίθιος - (αργκό)
τ ο τρίχωματ ω ν γυναικείων γεννητικών οργάνων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
μπούφος
σ τ η Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπούφος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπούφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'καμαρότος' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από
τ α ιταλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α ιταλικά (νέα ελληνικά) - Λέξεις
μ ε επίθημα -ς (νέα ελληνικά) - Αναδανεισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)