σύνοδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: συνοδός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた σύνοδος οおみくろんιいおた σύνοδοおみくろんιいおた
      γενική της συνόδοおみくろんυうぷしろん τたうωおめがνにゅー συνόδωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうηいーた σύνοδοおみくろん τις συνόδους
     κλητική σύνοδεいぷしろん σύνοδοおみくろんιいおた
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύνοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνοδος (σύν- + ὁδός)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈsi.no.ðos/
τονικό παρώνυμο: συνοδός
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐νにゅーοおみくろん‐δος
παλιότερος συλλαβισμός: σύν‐οおみくろん‐δος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύνοδος θηλυκό

  1. περίοδος λειτουργίας ενός συλλογικού θεσμού
    Ηいーた αναθεώρηση πρέπει νにゅーαあるふぁ έχει ολοκληρωθεί σしぐまτたうηいーたνにゅー πρώτη σύνοδο της Βουλής
    θしーたαあるふぁ έχουμε φέτος τたうηいーたνにゅー ΙΒ΄ Σύνοδο της Βουλής τたうωおめがνにゅー Εφήβων
  2. τακτική ή έκτακτη συνάντηση τたうωおめがνにゅー ηγετών ή τたうωおめがνにゅー αντιπροσώπων χωρών πぱいοおみくろんυうぷしろん μετέχουν σしぐまεいぷしろん ένα διεθνή οργανισμό
    ηいーた σύνοδος τたうωおめがνにゅー υπουργών εξωτερικών της Εいぷしろん.Εいぷしろん
  3. (χριστιανισμός) συνέλευση επισκόπων, μητροπολιτών ή καρδιναλίων πぱいοおみくろんυうぷしろん αποφασίζουν γがんまιいおたαあるふぁ διοικητικά ή δογματικά ζητήματα
    → δείτε τたうηいーた λέξη Οικουμενική Σύνοδος
    Ιερά Σύνοδος, Διαρκής Ιερά Σύνοδος
  4. (αστρονομία) τたうοおみくろん ουράνιο φαινόμενο κατά τたうοおみくろん οποίο δύο ουράνια σώματα εμφανίζονται σしぐまτたうοおみくろん ίδιο ουράνιο μήκος σしぐまεいぷしろん σχέση μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー γήινο παρατηρητή.
    υπώνυμα: συζυγία
  5. (πληροφορική) βべーたλらむだ. συνώνυμο συνεδρία

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σύνοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύνοδος < σύν- + ὁδός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύνοδος αあるふぁ σύνοδοおみくろんιいおた
      γενική τたうῆς συνόδοおみくろんυうぷしろん τたうνにゅー συνόδωおめがνにゅー
      δοτική τたう συνόδ τたうαあるふぁῖς συνόδοις
    αιτιατική τたうνにゅー σύνοδοおみくろんνにゅー τたうὰς συνόδους
     κλητική ! σύνοδεいぷしろん σύνοδοおみくろんιいおた
  δυϊκός
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう  συνόδωおめが
γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー  συνόδοおみくろんιいおたνにゅー
2ηいーた κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σύνοδος θηλυκό

  1. ηいーた σύνοδος, συνέλευση, συγκέντρωση
  2. εταιρεία, σύλλογος
  3. σύγκρουση στρατών
  4. συνουσία
  5. (αστρονομία) σύνοδος πλανητών

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / σύνοδος οおみくろん/αあるふぁ σύνοδοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろん/τたうῆς συνόδοおみくろんυうぷしろん τたうνにゅー συνόδωおめがνにゅー
      δοτική τたう/τたう συνόδ τたうοおみくろんῖς/τたうαあるふぁῖς συνόδοις
    αιτιατική τたうνにゅー/τたうνにゅー σύνοδοおみくろんνにゅー τたうοおみくろんὺς/τたうὰς συνόδους
     κλητική ! σύνοδεいぷしろん σύνοδοおみくろんιいおた
  δυϊκός
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう  συνόδωおめが
γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー  συνόδοおみくろんιいおたνにゅー
Αρσενικό ή θηλυκό σしぐまτたうηいーた σημασία «συνοδοιπόρος».
2ηいーた κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σύνοδος αρσενικό ή θηλυκό