τρόπιδα
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τρόπιδ |
τρόπιδες | ||
γενική | της | τρόπιδας | τροπίδ | |
αιτιατική | τρόπιδ |
τις | τρόπιδες | |
κλητική | τρόπιδ |
τρόπιδες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρόπιδα < αρχαία ελληνική , από
τ η ν αιτιατική τρόπιδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρόπιδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος):
η κεντρική διαμήκης δοκός (ξύλινη ή μεταλλική)σ τ ο ν πυθμένατ ο υ σκάφουςπ ο υ εκτείνεται προςμ ε ν τ η ν πλώρη καταλήγονταςσ τ η ν στείρα, προςδ ε τ η ν πρύμνη,σ τ ο ποδόστημα.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρόπιδα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)