τρόπιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた τρόπιδαあるふぁ οおみくろんιいおた τρόπιδες
      γενική της τρόπιδας τたうωおめがνにゅー τροπίδωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうηいーたνにゅー τρόπιδαあるふぁ τις τρόπιδες
     κλητική τρόπιδαあるふぁ τρόπιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρόπιδα < αρχαία ελληνική , από τたうηいーたνにゅー αιτιατική τρόπιδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρόπιδα θηλυκό

  • (ναυτικός όρος): ηいーた κεντρική διαμήκης δοκός (ξύλινη ή μεταλλική) σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πυθμένα τたうοおみくろんυうぷしろん σκάφους πぱいοおみくろんυうぷしろん εκτείνεται προς μみゅーεいぷしろんνにゅー τたうηいーたνにゅー πλώρη καταλήγοντας σしぐまτたうηいーたνにゅー στείρα, προς δでるたεいぷしろん τたうηいーたνにゅー πρύμνη, σしぐまτたうοおみくろん ποδόστημα.
    μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー τοποθέτηση της τρόπιδας σしぐまτたうηいーた ναυπηγική κλίνη ξεκινά ουσιαστικά ηいーた ναυπήγηση τたうοおみくろんυうぷしろん σκάφους, πάνω δでるたεいぷしろん σ΄ αυτήν συνδέονται τたうοおみくろん εσωτρόπιο κかっぱαあるふぁιいおた οおみくろんιいおた νομείς τたうοおみくろんυうぷしろん σκάφους
    ηいーた τρόπιδα είναι εμφανής μόνο σしぐまεいぷしろん μικρά σκάφη κかっぱαあるふぁιいおた λέμβους, σしぐまτたうαあるふぁ σύγχρονα πλοία είναι επίπεδη.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]