εισέτι
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
εισέτι
- έως τώρα, μέχρι
τ η ν παρούσα χρονική στιγμή, ακόμα- καμία από τις προεκλογικές δεσμεύσεις σας
δ ε ν εκπληρώθηκε εισέτι
- καμία από τις προεκλογικές δεσμεύσεις σας