λοιπόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοιπόν < ελληνιστική λοιπόν < αρχαία ελληνική λοιπός

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

λοιπόν

  1. χρησιμοποιείται σしぐまαあるふぁνにゅー συμπερασματικός σύνδεσμος, γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ εισαγάγει μみゅーιいおたαあるふぁ πρόταση πぱいοおみくろんυうぷしろん αποτελεί λογικό συμπέρασμα της προηγούμενης:
     συνώνυμα: άρα, επομένως, κατά συνέπεια
    Δでるたεいぷしろんνにゅー έχουμε λεφτά; Λοιπόν, δでるたεいぷしろんνにゅー θしーたαあるふぁ πάμε διακοπές φέτος.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κかっぱαあるふぁιいおた λοιπόν;
  • λοιπόν;
  • τたうοおみくろん λοιπόν: λαϊκότροπο λοιπόν
  • τたうοおみくろん λοιπόν;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοιπόν < λείπει ηいーた ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

λοιπόν

  1. λοιπόν, επομένως

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

λοιπόν