μόλις
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μόλις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μόλις
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
μόλις
- (χρονικός σύνδεσμος) αμέσως μετά από μία πράξη ακολουθεί μία άλλη
- ↪ Ήταν έτοιμος
κ α ι , μόλις χτύπησετ ο κουδούνι, κατέβηκε κάτωκ ι έφυγαν.
- ↪ Ήταν έτοιμος
Επίρρημα[επεξεργασία]
μόλις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μόλις
κ α ι μετά βίας:γ ι α κάτιπ ο υ γίνεταιμ ε μεγάλη δυσκολίακ α ι κόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(σύνδεσμος)
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Σύνδεσμοι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Χρονικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)