οξύς
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ||||||
γενική | & |
της | ||||
αιτιατική | ||||||
κλητική | ||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ||||||
γενική | ||||||
αιτιατική | τους | τις | ||||
κλητική | ||||||
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀξύς (μυτερός, οξύς
σ τ η γεύση, ξινός)
Προφορά[επεξεργασία]
Δ Φ Α : /oˈksis/- τυπογραφικός συλλαβισμός :
ο ‐ξύς
Επίθετο[επεξεργασία]
οξύς, -εία, -ύ
π ο υ σ τ η ν άκρητ ο υ είναι μυτερόςπ ο υ η έντασήτ ο υ είναι μεγάλη (όπωςγ ι α ήχο, γεύση, ασθένεια)- ※ Οξεία φωνή συγκλόνισε ξαφνικά τους επιβάτες
τ ο υ τ ρ α μ . (Δημήτρης Ψαθάς,Η Θέμις έχει κέφια) - ≈ συνώνυμα: διαπεραστικός, δριμύς, δυνατός, έντονος, σφοδρός
- ≠ αντώνυμα: αδυνατισμένος, αμβλύς, άτονος, εξασθενημένος, χαλαρός
- ※ Οξεία φωνή συγκλόνισε ξαφνικά τους επιβάτες
- πικρόχολος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αμινοξύ
- ανοξία
- οξαλικός
- οξεία
- οξείδιο (
κ α ι παράγωγα) - οξείδωση
- οξιά
- οξικός
- όξινος
- οξύ (ουδέτερο)
- οξύαυλος
- οξυγόνο (
κ α ι παράγωγα) - οξυγώνιος
- οξυδερκής
- οξυδέρκεια
- οξυζενέ
- οξύθυμος
- οξυμετρία
- οξύμετρο
- οξυμμένος
- οξύμωρος
- οξύνοια
- οξύνους
- όξυνση
- οξύνω
- οξύρρυγχος
- οξύτητα
- οξύτονος (
κ α ι παράγωγα) - οξύφωνος
- ουρανοξύστης
- παροξύνω
- παροξυσμός
- υποξία
- υπόξινος
→
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'ευθύς' (νέα ελληνικά) - Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα (νέα ελληνικά) - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)