πορεία
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | πορεί |
πορείες | ||
γενική | της | πορείας | ||
αιτιατική | πορεί |
τις | πορείες | |
κλητική | πορεί |
πορείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορεία < αρχαία ελληνική πορεία < πορεύομαι (περνώ). Δείτε πόρος.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορεία θηλυκό
η ενέργειατ ο υ ρήματος πορεύομαιτ ο περπάτημαμ ε τ α πόδιαγ ι α μ ι α σχετικά μεγάλη απόστασηη κίνηση ενός οχήματος, σκάφους ή εναέριου μέσου προςμ ι α κατεύθυνση- (μεταφορικά)
η εξέλιξη μιας διαδικασίας ή γεγονότος
- σώμα ανθρώπων
π ο υ διαδηλώνουν
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Νεοελληνικές λέξεις
- ανεμοπορία
- αργοπορία
- βραδυπορία
- οδοιπορία
- πεζοπορία
- πρωτοπορία
- συνοδοιπορία
- → δείτε τις λέξεις πόρος
κ α ι πορεύομαι
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Ο ι λέξειςπ ο υ τελειώνουνσ ε -πορία γράφονταιμ ε ι κ α ι όχιμ ε μ ε ε ι καθώς παράγονται απότ α αντίστοιχα ουσιαστικάσ ε -πόρος ή από ρήματασ ε -πορώ.