σφοδρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーός ηいーた σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーή τたうοおみくろん σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーό
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーού της σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーής τたうοおみくろんυうぷしろん σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーού
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーό τたうηいーた σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーή τたうοおみくろん σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーό
     κλητική σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーέ σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーή σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοί οおみくろんιいおた σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーές τたうαあるふぁ σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーά
      γενική τたうωおめがνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーών τたうωおめがνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーών τたうωおめがνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーών
    αιτιατική τους σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーούς τις σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーές τたうαあるふぁ σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーά
     κλητική σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοί σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーές σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφοδρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφοδρός

Επίθετο[επεξεργασία]

σφοδρός

  1. πぱいοおみくろんυうぷしろん χαρακτηρίζεται από μεγάλη ορμητικότητα κかっぱαあるふぁιいおた δύναμη, ισχυρός, βίαιος
    πνέουν σφοδροί άνεμοι, επικρατεί σφοδρή θαλασσοταραχή
  2. (μεταφορικά)
    ηいーた αντιπολίτευση εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά της κυβέρνησης
    σφοδρός έρωτας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーός σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーᾱ́
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーός
τたう σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーόν
      γενική τたうοおみくろん σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοおみくろん τたうῆς σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーᾶς
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοおみくろん
τたうοおみくろん σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοおみくろん
      δοτική τたう σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろー τたう σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろー
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろー
τたう σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろー
    αιτιατική τたうνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーόν τたうνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーᾱ́νにゅー
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーόν
τたう σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーόν
     κλητική ! σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーέ σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーᾱ́
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーέ
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοί αあるふぁ σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーαί
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοί
τたう σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーᾰ́
      γενική τたうνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーνにゅー τたうνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーνにゅー
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーνにゅー
τたうνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーνにゅー
      δοτική τたうοおみくろんῖς σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοおみくろんῖς τたうαあるふぁῖς σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーαあるふぁῖς
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοおみくろんῖς
τたうοおみくろんῖς σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοおみくろんῖς
    αιτιατική τたうοおみくろんὺς σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーούς τたうὰς σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーᾱ́ς
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーούς
τたう σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーᾰ́
     κλητική ! σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοί σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーαί
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοί
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーᾰ́
    δυϊκός  
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーώ τたう σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーᾱ́
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーώ
τたう σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーώ
      γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοおみくろんνにゅー τたうοおみくろんνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーαあるふぁνにゅー
σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοおみくろんνにゅー
τたうοおみくろんνにゅー σしぐまφふぁいοおみくろんδでるたρろーοおみくろんνにゅー
Οおみくろん τύπος τたうοおみくろんυうぷしろん θηλυκού σしぐまεいぷしろん -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
2ηいーた&1ηいーた κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφοδρός < λείπει ηいーた ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σφοδρός, -ά, -όν & -ός, -ός, -όν

  1. ορμητικός, βίαιος, υπερβολικός, ασυγκράτητος
  2. (γがんまιいおたαあるふぁ ανθρώπους) βίαιος, ορμητικός, παράφορος
  3. εύρωστος, δυνατός, ρωμαλέος, γερός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]