σφοδρός
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ||||||
γενική | της | |||||
αιτιατική | ||||||
κλητική | ||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ||||||
γενική | ||||||
αιτιατική | τους | τις | ||||
κλητική | ||||||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφοδρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφοδρός
Επίθετο[επεξεργασία]
σφοδρός
π ο υ χαρακτηρίζεται από μεγάλη ορμητικότητακ α ι δύναμη, ισχυρός, βίαιος- ↪ πνέουν σφοδροί άνεμοι, επικρατεί σφοδρή θαλασσοταραχή
- (μεταφορικά)
- ↪
η αντιπολίτευση εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά της κυβέρνησης - ↪ σφοδρός έρωτας
- ↪
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφοδρός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἡ | & |
|||
γενική | & |
|||||
δοτική | & |
|||||
αιτιατική | & |
|||||
κλητική ὦ! | & |
|||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | & |
|||||
γενική | & |
|||||
δοτική | & |
|||||
αιτιατική | & |
|||||
κλητική ὦ! | & |
|||||
δυϊκός | ||||||
& |
||||||
|
& |
|||||
2 |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφοδρός < → λείπει
η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σφοδρός, -ά, -όν & -ός, -ός, -όν
- ορμητικός, βίαιος, υπερβολικός, ασυγκράτητος
- (
γ ι α ανθρώπους) βίαιος, ορμητικός, παράφορος - εύρωστος, δυνατός, ρωμαλέος, γερός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σφοδρός - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - σφοδρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'καλός' (νέα ελληνικά) - Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα
μ ε κλίση όπωςτ ο 'μοχθηρός' (αρχαία ελληνικά) - Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'μοχθηρός' (αρχαία ελληνικά) - Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)