anchor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anchor anchors

anchor (en)

  1. (ναυτικός όρος) άγκυρα
  2. αυτός πぱいοおみくろんυうぷしろん προσφέρει σしぐまεいぷしろん κάποιον τたうηいーたνにゅー αίσθηση της ασφάλειας
  3. (ΗいーたΠぱいΑあるふぁ) τたうοおみくろん ούπατ
     συνώνυμα: wall plug (ΗいーたΒべーた)
  4. (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) ηいーた άγκυρα σしぐまεいぷしろん υπερκείμενο
  5. (κανονικές εκφράσεις) άγκυρα, μεταχαρακτήρας πぱいοおみくろんυうぷしろん προσδιορίζει θέση
ενεστώτας anchor
γ΄ ενικό ενεστώτα anchors
αόριστος anchored
παθητική μετοχή anchored
ενεργητική μετοχή anchoring

anchor (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) αγκυροβολώ, αράζω
    We anchored off of Piraeus.
    Αγκυροβολήσαμε σしぐまτたう' ανοιχτά τたうοおみくろんυうぷしろん Πειραιά.
    We anchored outside of Pylos.
    Άραξαν σしぐまτたう' ανοιχτά της Πύλου.
  2. στερεώνω κάτι ώστε νにゅーαあるふぁ μみゅーηいーたνにゅー κινείται
  3. βασίζω κάτι
  4. εκφωνώ τις ειδήσεις σしぐまεいぷしろん ηλεκτρονικό μέσο