avoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /a.vwaʁ/
 

avoir (fr)

  • avoir - κλίση σしぐまτたうοおみくろん γαλλικό Βικιλεξικό fr.wiktionary.org

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
avoir avoirs

avoir (fr) αρσενικό