belief
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
belief | beliefs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]belief (en)
- (
μ η μετρήσιμο)η πίστη,η πεποίθηση,η βεβαιότητα,η σιγουριάπ ο υ έχει κάποιοςγ ι α κάτι- ↪ an unshakeable m/absolute/deep belief - ακλόνητη/απόλυτη/βαθιά πίστη
- ↪ His belief in God was unwavering.
Η πίστητ ο υ σ τ ο Θεό ήταν ακλόνητη.
- ↪ His belief in the accuracy of his views was shaken.
- Κλονίστηκε
η πίστησ τ η ν ορθότητατ ω ν απόψεώντ ο υ .
- Κλονίστηκε
- ≈ συνώνυμα: conviction
κ α ι faith
- (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός)
η πεποίθηση,τ ο πιστεύωμ ο υ , κάτιπ ο υ πιστεύω, ειδικά ως μέρος της θρησκείαςμ ο υ - ↪ my political beliefs -
ο ι πολιτικέςμ ο υ πεποιθήσεις - ↪ people of all religious beliefs - άνθρωποι όλων
τ ω ν θρησκευτικών πεποιθήσεων - ↪ His behavior is inconsistent with his beliefs.
Η συμπεριφοράτ ο υ είναι ασυνεπήςμ ε τ α πιστεύωτ ο υ .
- ↪ He’s fighting for his beliefs.
- Αγωνίζεται
γ ι α τ ο πιστεύωτ ο υ .
- Αγωνίζεται
- ↪ my political beliefs -