direct

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός direct
συγκριτικός more direct
υπερθετικός most direct

direct (en)

  1. ευθύς, πぱいοおみくろんυうぷしろん πηγαίνει σしぐまτたうηいーたνにゅー ευθεία γραμμή μεταξύ δύο σημείων χωρίς νにゅーαあるふぁ σταματά ή νにゅーαあるふぁ αλλάζει κατεύθυνση
    a direct route - ευθεία διαδρομή
  2. άμεσος, ευθύς, πぱいοおみくろんυうぷしろん γίνεται χωρίς νにゅーαあるふぁ παρεμβάλλεται κάτι άλλο πρόσωπο, πράγμα ή ενέργεια
    I am in direct contact with him.
    Βρίσκομαι σしぐまεいぷしろん άμεση επαφή μみゅーεいぷしろん αυτόν.
  3. απερίφραστος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας direct
γ΄ ενικό ενεστώτα directs
αόριστος directed
παθητική μετοχή directed
ενεργητική μετοχή directing

direct (en)

  1. (μεταβατικό) αφορώ, κατευθύνω κάτι σしぐまεいぷしろん έναν συγκεκριμένο στόχο ή άτομο, ή σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ συγκεκριμένη κατεύθυνση
    The dig wasn’t directed at you.
    Ηいーた μπηχτή δでるたεいぷしろんνにゅー αφορούσε εσένα.
     συνώνυμα: aim
  2. (μεταβατικό, επίσημο) διατάζω, δίνω επίσημη διαταγή
    He directed him to have the plane take off from the first runway.
    Τたうοおみくろんνにゅー διέταξε νにゅーαあるふぁ απογειώσει τたうοおみくろん αεροπλάνο από τたうοおみくろんνにゅー πρώτο διάδρομο.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη order
  3. διευθύνω
  4. κατευθύνω, στρέφω
  5. απευθύνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό direct directs
θηλυκό directe directes

direct (fr)

  1. άμεσος
  2. απερίφραστος
  3. ευθύς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
direct directs

direct (fr) αρσενικό