drop
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drop | drops |
drop (en)
η σταγόνα, μικρή ποσότητα υγρού- ↪ a few drops of rain - λίγες σταγόνες βροχής
η σταγόνα,ο κόμπος,μ ι α ελάχιστη ποσότητα υγρού- (μόνο
σ τ ο ν πληθυντικό)ο ι σταγόνες, ένα υγρό φάρμακογ ι α τ α μάτια,τ α αυτιά ήτ η μύτη- ↪ eye/ear drops - σταγόνες
γ ι α τ α μάτια/αυτιά
- ↪ eye/ear drops - σταγόνες
η πτώση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | drop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drops |
αόριστος | dropped |
παθητική μετοχή | dropped |
ενεργητική μετοχή | dropping |
drop (en)
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) πέφτω, επιτρέπων α πέσει κάτι κατά λάθος ή πέφτω κατά λάθος - (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) ρίχνω, κάνω κάτιν α πέσει επίτηδες ή αφήνωτ ο ν εαυτόμ ο υ ν α πέσει- ↪ They are dropping bombs on a town.
- Ρίχνουν βόμβες
σ ε μ ι α πόλη.
- Ρίχνουν βόμβες
- ↪ I am dropping an anchor.
- Ρίχνω άγκυρα.
- ↪ I drop supplies by parachute.
- Ρίχνω εφόδια
μ ε αλεξίπτωτο.
- Ρίχνω εφόδια
- ↪ They dropped men with parachutes behind enemy lines.
- Έριξαν άντρες
μ ε αλεξίπτωτα πίσω από τις εχθρικές γραμμές.
- Έριξαν άντρες
- ↪ They are dropping bombs on a town.
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) ρίχνομαι, πέφτω από κούραση
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) πέφτω,η αξία ή ποσότητα γίνεται λιγότερο - (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) αφήνω, κατεβάζω, ρίχνω, σταματώγ ι α ν α μπορέσει κάποιοςν α β γ ε ι από ένα αυτοκίνητοκ τ λ .· παραδίδω ή αφήνω κάτισ ε ένα συγκεκριμένο μέρος, ειδικάσ τ ο δρόμογ ι α κάπου αλλού- ↪ Where do you want me to drop you off?
Π ο υ θέλειςν α σ ' αφήσω;
- ↪ Drop me (off) by/at the station.
- Άφησέ
μ ε σ τ ο σταθμό.
- Άφησέ
- ↪ I will drop you at the corner.
Θ α σ ε κατεβάσωσ τ η γωνία.
- ↪ He dropped the letter in the box and left.
- Έριξε
τ ο γράμμασ τ ο κουτίκ ι απομακρύνθηκε
- Έριξε
- ↪ Where do you want me to drop you off?
- (μεταβατικό) παραλείπω, αφήνω κάποιον ή κάτι τυχαία ή εσκεμμένα
- (μεταβατικό) κόβω, σταματάω
ν α βλέπω κάποιον κοινωνικά- ↪ He dropped all of his friends.
- Έκοψε όλους τους φίλους
τ ο υ .
- Έκοψε όλους τους φίλους
- ↪ He dropped all of his friends.
- (μεταβατικό) κόβω, παρατάω, σταματώ
ν α κάνω ήν α συζητώ κάτι·δ ε ν συνεχίζωμ ε κάτι- ↪ We can’t agree, let’s drop it.
Δ ε ν μπορούμεν α συμφωνήσουμε, ας κόψουμετ η συζήτηση.
- ↪ I’m dropping French next semester.
Θ α παρατήσωτ α γαλλικάσ τ ο επόμενο εξάμηνο.
- ↪ We can’t agree, let’s drop it.
- (μεταβατικό) πετάω υπαινιγμό
- ↪ I am dropping a hint.
- Πετώ έναν υπαινιγμό.
- ↪ I am dropping a hint.
- αφήνω κάτι,
τ ο παρατάω,δ ε ν ασχολούμαι άλλο μαζίτ ο υ - σκοτώνω
μ ε πυροβόλο όπλο - ρίχνω κάποιον κάτω αναίσθητο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- drop (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- drop (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 462, 697, 697-699, 770-771, 811. ISBN 9780194325684., λήμμα: κονιάκ, πετώ, πέφτω, ρίχνω, σταγόνα