drop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
drop drops

drop (en)

  1. ηいーた σταγόνα, μικρή ποσότητα υγρού
    a few drops of rain - λίγες σταγόνες βροχής
  2. ηいーた σταγόνα, οおみくろん κόμπος, μみゅーιいおたαあるふぁ ελάχιστη ποσότητα υγρού
    a drop in the ocean - σταγόνα σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ωκεανό
    tea with a drop of brandy - τσάι μみゅーεいぷしろん έναν κόμπο κονιάκ
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη modicum
  3. (μόνο σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πληθυντικό) οおみくろんιいおた σταγόνες, ένα υγρό φάρμακο γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ μάτια, τたうαあるふぁ αυτιά ή τたうηいーた μύτη
    eye/ear drops - σταγόνες γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ μάτια/αυτιά
  4. ηいーた πτώση
ενεστώτας drop
γ΄ ενικό ενεστώτα drops
αόριστος dropped
παθητική μετοχή dropped
ενεργητική μετοχή dropping

drop (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) πέφτω, επιτρέπω νにゅーαあるふぁ πέσει κάτι κατά λάθος ή πέφτω κατά λάθος
    I dropped the vase.
    Μみゅーοおみくろんυうぷしろん έπεσε τたうοおみくろん βάζο.
    Make sure you do not drop the child.
    Πρόσεξε μみゅーηいーた σしぐまοおみくろんυうぷしろん πέσει τたうοおみくろん παιδί.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη let go
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) ρίχνω, κάνω κάτι νにゅーαあるふぁ πέσει επίτηδες ή αφήνω τたうοおみくろんνにゅー εαυτό μみゅーοおみくろんυうぷしろん νにゅーαあるふぁ πέσει
    They are dropping bombs on a town.
    Ρίχνουν βόμβες σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ πόλη.
    I am dropping an anchor.
    Ρίχνω άγκυρα.
    I drop supplies by parachute.
    Ρίχνω εφόδια μみゅーεいぷしろん αλεξίπτωτο.
    They dropped men with parachutes behind enemy lines.
    Έριξαν άντρες μみゅーεいぷしろん αλεξίπτωτα πίσω από τις εχθρικές γραμμές.
  3. (αμετάβατο, ανεπίσημο) ρίχνομαι, πέφτω από κούραση
    He dropped into a chair.
    Ρίχτηκε/έπεσε σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ καρέκλα.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη fall
  4. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) πέφτω, ηいーた αξία ή ποσότητα γίνεται λιγότερο
    Our profits dropped this year.
    Τたうαあるふぁ κέρδη μας έπεσαν φέτος.
    The people’s interest in football has dropped this year.
    Έχει πέσει λίγο τたうοおみくろん ενδιαφέρον τたうοおみくろんυうぷしろん κόσμου φέτος.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη decrease
  5. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) αφήνω, κατεβάζω, ρίχνω, σταματώ γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ μπορέσει κάποιος νにゅーαあるふぁ βべーたγがんまεいぷしろんιいおた από ένα αυτοκίνητο κかっぱτたうλらむだ.· παραδίδω ή αφήνω κάτι σしぐまεいぷしろん ένα συγκεκριμένο μέρος, ειδικά σしぐまτたうοおみくろん δρόμο γがんまιいおたαあるふぁ κάπου αλλού
    Where do you want me to drop you off?
    Πぱいοおみくろんυうぷしろん θέλεις νにゅーαあるふぁ σしぐま' αφήσω;
    Drop me (off) by/at the station.
    Άφησέ μみゅーεいぷしろん σしぐまτたうοおみくろん σταθμό.
    I will drop you at the corner.
    Θしーたαあるふぁ σしぐまεいぷしろん κατεβάσω σしぐまτたうηいーた γωνία.
    He dropped the letter in the box and left.
    Έριξε τたうοおみくろん γράμμα σしぐまτたうοおみくろん κουτί κかっぱιいおた απομακρύνθηκε
  6. (μεταβατικό) παραλείπω, αφήνω κάποιον ή κάτι τυχαία ή εσκεμμένα
    Drop the relative pronoun/the definite article.
    Παραλείψτε τたうηいーたνにゅー αναφορική αντωνυμία/τたうοおみくろん οριστικό άρθρο.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη omit
  7. (μεταβατικό) κόβω, σταματάω νにゅーαあるふぁ βλέπω κάποιον κοινωνικά
    He dropped all of his friends.
    Έκοψε όλους τους φίλους τたうοおみくろんυうぷしろん.
  8. (μεταβατικό) κόβω, παρατάω, σταματώ νにゅーαあるふぁ κάνω ή νにゅーαあるふぁ συζητώ κάτι· δでるたεいぷしろんνにゅー συνεχίζω μみゅーεいぷしろん κάτι
    We can’t agree, let’s drop it.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー μπορούμε νにゅーαあるふぁ συμφωνήσουμε, ας κόψουμε τたうηいーた συζήτηση.
    I’m dropping French next semester.
    Θしーたαあるふぁ παρατήσω τたうαあるふぁ γαλλικά σしぐまτたうοおみくろん επόμενο εξάμηνο.
  9. (μεταβατικό) πετάω υπαινιγμό
    I am dropping a hint.
    Πετώ έναν υπαινιγμό.
  10. αφήνω κάτι, τたうοおみくろん παρατάω, δでるたεいぷしろんνにゅー ασχολούμαι άλλο μαζί τたうοおみくろんυうぷしろん
  11. σκοτώνω μみゅーεいぷしろん πυροβόλο όπλο
  12. ρίχνω κάποιον κάτω αναίσθητο

Παράγωγα

[επεξεργασία]