factory

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
factory factories

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

factory (en)

  1. τたうοおみくろん εργοστάσιο, ηいーた φάμπρικα
    The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
    Ηいーた διακοπή τたうοおみくろんυうぷしろん ρεύματος σταμάτησε τたうηいーた λειτουργία τたうωおめがνにゅー μηχανών τたうοおみくろんυうぷしろん εργοστασίου.
  2. (προγραμματισμός) συνάρτηση (function factory), μέθοδος (method factory), κかっぱ.λらむだπぱい. πぱいοおみくろんυうぷしろん δημιουργεί ένα αντικείμενο (συνάρτηση, κλάση, κかっぱλらむだπぱい.) δυναμικά (κατά τたうηいーたνにゅー εκτέλεση τたうοおみくろんυうぷしろん προγράμματος)