full
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | full |
συγκριτικός | fuller |
υπερθετικός | fullest |
Επίθετο
[επεξεργασία]full (en)
- γεμάτος,
π ο υ έχει μεγάλη ποσότητα από κάτι ή κάποιον- ↪ The street is full of bikes.
Ο δρόμος είναι γεμάτος ποδήλατα.
- ↪ The street is full of bikes.
- φαγωμένος, χόρτασα, έχω φάει αρκετά
- ↪ We were full so we didn’t go to the restaurant.
- Ήμασταν φαγωμένοι οπότε
δ ε ν πήγαμεσ τ ο εστιατόριο.
- Ήμασταν φαγωμένοι οπότε
- ↪ I don’t want any more food, I am full.
Δ ε ν θέλω άλλο φαγητό, χόρτασα.
- ↪ We were full so we didn’t go to the restaurant.
- πλήρης, αμέριστος
- ↪ full payment - πλήρης εξόφληση
- ↪ The government promised full support to the earthquake victims.
Η κυβέρνηση υποσχέθηκε αμέριστη υποστήριξη προς τους σεισμοπλήκτους.