grate
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grate (en)
η σχάρα
Ρήμα
[επεξεργασία]grate (en)
- ξύνω ή τρίβω (
π χ . τυρί ή κάτι άλλοσ τ ο ν τρίφτη) - τρίζω (
τ α δόντιαμ ο υ κάνοντας ενοχλητικό θόρυβο) - grate on one's nerves:
μ ο υ τ η δίνεισ τ α νεύρα