grate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grate (en)

grate (en)

  1. ξύνω ή τρίβω (πぱいχかい. τυρί ή κάτι άλλο σしぐまτたうοおみくろんνにゅー τρίφτη)
  2. τρίζω (τたうαあるふぁ δόντια μみゅーοおみくろんυうぷしろん κάνοντας ενοχλητικό θόρυβο)
  3. grate on one's nerves: μみゅーοおみくろんυうぷしろん τたうηいーた δίνει σしぐまτたうαあるふぁ νεύρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναγραμματισμοί

[επεξεργασία]