gusto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gusto < ιταλική gusto < λατινική gustus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gusto (en) (μみゅーηいーた μετρήσιμο)

  • ηいーた ζωηράδα, ηいーた ζωή κかっぱαあるふぁιいおた ενέργεια μみゅーεいぷしろん κάτι
    His movements, his look, and the way he spoke had an impressive gusto for his age.
    Οおみくろんιいおた κινήσεις τたうοおみくろんυうぷしろん, τたうοおみくろん βλέμμα τたうοおみくろんυうぷしろん κかっぱαあるふぁιいおた οおみくろん τρόπος πぱいοおみくろんυうぷしろん μιλούσε είχαν μみゅーιいおたαあるふぁ ζωηρότητα εντυπωσιακή γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ηλικία τたうοおみくろんυうぷしろん.
    His presence gave a bit of gusto to the house.
    Ηいーた παρουσία τたうοおみくろんυうぷしろん έδωσε λίγη ζωή σしぐまτたうοおみくろん σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη liveliness



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gusto < λατινική gustus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gusto (es)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gusto < λατινική gustus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gusto (it)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]