ile
Μετάβαση
Βασκικά (eu)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ile (eu)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ile | iles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ile (fr) θηλυκό
- (ορθογραφία
τ ο υ 1990) νησί
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- (παραδοσιακή ορθογραφία) île
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]ile (pl)
- ερωτηματική: πόσος
- αναφορική: όσος
- przyniósł tyle książek, ile zmieścił w torbie - έφερε τόσα βιβλία όσα χώρεσαν
σ τ η ν τσάντα
- przyniósł tyle książek, ile zmieścił w torbie - έφερε τόσα βιβλία όσα χώρεσαν
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ile to kosztuje?: πόσο κάνει;
- ile ma pan/pani lat? - ile masz lat?: (πόσα χρόνια έχει
ο /η κύριος/κυρία)πόσων χρονών είστε; - πόσων χρονών είσαι;
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]ile (tr)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Συχνότερα χρησιμοποιείται ως επίθημα
- arkadaşımla dışarı çıkıyorum - βγαίνω έξω
μ ε τ ο φίλομ ο υ - ateşle barut yan yana durmaz -
η φωτιάμ ε τ ο μπαρούτιδ ε ν πάνε μαζί - arabayla -
μ ε τ ο αυτοκίνητο