lâche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: lâché

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lâche < λείπει ηいーた ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /lɑʃ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lâche lâches

lâche (fr) αρσενικό ή θηλυκό