liggen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

liggen (nl) (αόριστος : lag (πぱいλらむだ: lagen), πぱいαあるふぁθしーた. μみゅーτたうχかい. : gelegen)