lignaggio
Μετάβαση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lignaggio | lignaggii |
lignaggio (it)
τ ο σύνολοτ ω ν ανθρώπωνπ ο υ κατάγονται απότ ο ίδιο γένος, έχουντ η ν ίδια καταγωγή
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lignaggio | lignaggii |
lignaggio (it)