militant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

militant (en)

  1. μαχητής, ιδιαίτερα αντίπαλος τたうοおみくろんυうぷしろん καθεστώτος

Επίθετο

[επεξεργασία]

militant (en)

  1. μαχητικός