phone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
phone phones

phone (en)

  1. (συσκευή, μετρήσιμο) τたうοおみくろん τηλέφωνο, ηいーた ασύρματη ή ενσύρματη συσκευή
    I pick up/put down/hang up the phone.
    Σηκώνω/κατεβάζω/κλείνω τたうοおみくろん τηλέφωνο.
    The phone is ringing, answer it!
    Τたうοおみくろん τηλέφωνο χτυπάει, πάρ' τたうοおみくろん!
     συνώνυμα:  cell, cell phone, cellular, handset, mobile, mobile phone, receiver, smartphone κかっぱαあるふぁιいおた telephone
  2. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) τたうοおみくろん τηλέφωνο, ηいーた τηλεφωνική σύνδεση
    I am talking to/with someone over the phone.
    Μιλάω σしぐまεいぷしろん κάποιον σしぐまτたうοおみくろん τηλέφωνο.
    Who is on the phone?
    Ποιος είναι σしぐまτたうοおみくろん τηλέφωνο;
    They are asking for you on the phone.
    Σας ζητούν σしぐまτたうοおみくろん τηλέφωνο.
     συνώνυμα: telephone
  3. (γλωσσολογία, φωνητική) φωνή, φθόγγος

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας phone
γ΄ ενικό ενεστώτα phones
αόριστος phoned
παθητική μετοχή phoned
ενεργητική μετοχή phoning

phone (en)