profusion
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
profusion | profusions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]profusion (fr) θηλυκό
η αφθονία
ενικός | πληθυντικός |
profusion | profusions |
profusion (fr) θηλυκό