record

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
record < (κληρονομημένο) μέση αγγλική < παλαιά γαλλική recorder

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
record records

record (en)

  1. τたうοおみくろん έγγραφο, ένα γραπτό κείμενο γがんまιいおたαあるふぁ κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん τηρείται έτσι ώστε νにゅーαあるふぁ μπορεί νにゅーαあるふぁ εξεταστεί κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ χρησιμοποιηθεί σしぐまτたうοおみくろん μέλλον
    official/unofficial records - επίσημα/ανεπίσημα έγγραφα
  2. τたうοおみくろん ρεκόρ, τたうοおみくろん καλύτερο αποτέλεσμα ή τたうοおみくろん υψηλότερο ή χαμηλότερο επίπεδο πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει επιτευχθεί ποτέ, ειδικά σしぐまτたうοおみくろんνにゅー αθλητισμό
    I do something in record time/at record speed.
    Κάνω κάτι σしぐまεいぷしろん χρόνο/ταχύτητα ρεκόρ.
    Several records were broken yesterday.
    Καταρρίφθηκαν πολλά ρεκόρ χθες.
  3. δίσκος, άλμπουμ
  4. (πληροφορική) ηいーた εγγραφή
    correct a record - διορθώνω μみゅーιいおたαあるふぁ εγγραφή
     συνώνυμα: entry
  5. (βάσεις δεδομένων) εγγραφή, ηいーた γραμμή πίνακα σしぐまεいぷしろん σχεσιακή βάση δεδομένων
    ※  A record, also called a row, is each individual entry that exists in a table.[1]
    λείπει ηいーた μετάφραση
ενεστώτας record
γ΄ ενικό ενεστώτα records
αόριστος recorded
παθητική μετοχή recorded
ενεργητική μετοχή recording

record (en)

  1. καταγράφω, εγγράφω τたうοおみくろんνにゅー ήχο, ηχογραφώ, μαγνητοφωνώ
    I record a speech - εγγράφω μみゅーιいおたαあるふぁ ομιλία
     συνώνυμα: tape, tape-record
  2. (κινηματογράφος) καταγράφω, εγγράφω σしぐまεいぷしろん ταινία, κινηματογραφώ, βιντεοσκοπώ
    The events were recorded with my camera.
    Mεいぷしろん τたうηいーたνにゅー κάμερα μみゅーοおみくろんυうぷしろん καταγράφηκαν τたうαあるふぁ γεγονότα.
     συνώνυμα: film, videotape, tape, shoot
  3. καταγράφω σしぐまεいぷしろん όργανο πぱいοおみくろんυうぷしろん σημειώνει τたうηいーた μετρητά μεγέθη
    The thermometer yesterday recorded 8° Celsius below zero.
    Τたうοおみくろん θερμόμετρο κατέγραψε χθες 8° Κελσίου υπό τたうοおみくろん μηδέν.
     συνώνυμα: register
  4. (μεταβατικό) καταγράφω, καταχωρώ, γράφω μみゅーεいぷしろん επίσημο τρόπο σしぐまεいぷしろん ειδικό κατάλογο
    I record an item in an accounting book.
    Καταγράφω ένα κονδύλι σしぐまεいぷしろん λογιστικό βιβλίο.
    Marriages are recorded in books at the registry.
    Οおみくろんιいおた γάμοι καταχωρίζονται σしぐまτたうαあるふぁ βιβλία τたうοおみくろんυうぷしろん ληξιαρχείου.
     συνώνυμα: register, enter, insert, write down, log
  5. υπενθυμίζω

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

πληροφορική:

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) "Introduction to SQL". Προσπέλαση 2020-03-19

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
record < (άμεσο δάνειο) αγγλική record

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

record (fr)

Σύνθετα

[επεξεργασία]