tablet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tablet < (άμεσο δάνειο) γαλλική tablette < παλαιά γαλλική tablete < υποκοριστικό τたうοおみくろんυうぷしろん table

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tablet (en)

  1. χάπι (φάρμακο)
    Many people take vitamin tablets as a food supplement.
     συνώνυμα: pill
  2. στήλη, κομμάτι πέτρας μみゅーεいぷしろん αρχαία επιγραφή
  3. ταμπλέτα (είδος φορητού υπολογιστή)
     συνώνυμα: tablet computer
    υπερώνυμα: mobile device
  4. (σしぐまτたうηいーた Σκοτία) είδος γλυκίσματος