variation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
variation variations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

variation (en)

  1. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた μεταβολή, ηいーた διακύμανση, μみゅーιいおたαあるふぁ αλλαγή, ειδικά σしぐまτたうηいーたνにゅー ποσότητα ή τたうοおみくろん επίπεδο κάτι
    variations in public opinion/in temperature - μεταβολές της κοινής γνώμης/της θερμοκρασίας
    the variation in price - ηいーた διακύμανση τたうωおめがνにゅー τιμών
  2. ηいーた παραλλαγή, κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι διαφορετικό από άλλα πράγματα σしぐまτたうηいーたνにゅー ίδια γενική ομάδα
    Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.
    Προσέχετε τις απομιμήσεις πぱいοおみくろんυうぷしろん κυκλοφορούν μみゅーεいぷしろん μικρή παραλλαγή τたうοおみくろんυうぷしろん ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας.
  3. (μουσική) ηいーた παραλλαγή
    musical variations on a motif - μουσικές παραλλαγές πάνω σしぐま' ένα θέμα



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

variation (fr) θηλυκό