A.cast in a mould, “χοανεύει” Ar. Th.57, cf. 62 (both anap.): c. acc., cast, form by casting, “χωνεύσεις . . βάσεις χ α λ κ ᾶς” LXX Ex.26.37, cf. 2 Ch.4.3, al.:—Med., “διέχεαν χ α λ κ ὸν π ρ ῶτ ο ι κ α ὶ ἀλάλματα ἐχωνεύσαντο Ῥο ῖκος κ τ λ .” Paus.8.14.8.
II. smelt or cast metal, LXX 2 Ch.34.17:—Pass., χωνευθείς Plb.34.9.11, D.S.5.35; “ὑπ ὸ τ ο ῦ π υ ρ ὸς κεχωνευμένος” Id.16.45; “κ ε χ . ἀργύριον” Plu.Luc.37.
III. metaph., get together, “ἀργύριον” LXX 4 Ki.22.9.