A.fearful, whether Act. or Pass.:
I. Act., causing fear, terrible, “χρηστήρια φ .” Hdt.7.139, cf.A.Pr.127 (anap.), Th. 78 (lyr.), etc.; ὅμιλος πλήθει -ώτατος formidable only from numbers, Th.2.98 (but τ ὰ τ ῷ πλήθει φ . things which are fearful to the multitude, Isoc.1.7, cf. Pl.Phd.67e): c. inf., φ . ἰδ ε ῖν , φ . προσιδέσθαι, fearful to behold, A.Pers.27 (anap.), 48 (anap.); “φ . ε ἰσιδεῖν ” E.Ph.127 (lyr.); “φ . προσπολεμῆσ α ι ” D.2.22; “φ . Πολυδεύκεα π ὺξ ἐρεθίζειν” Theoc. 22.2.
2. regarded with fear, esp. with respect to consequences, “ο ὔτ ε ὅρκος φ .” Th.3.83; ἵππος φ . μ ὴ ἀνήκεστόν τ ι ποιήσῃ a horse that makes one fear he will do some mischief, X.Hier.6.15; “σεμνότερος ε ἶν α ι κ α ὶ φοβερώτερος δ ο κ ε ῖ” And.4.18; “φοβεροὶ ἦσ α ν μ ὴ ποιήσειαν” X. An.5.7.2; “τ ο ῖς πολεμίοις φοβερώτεροι” Id.Eq.Mag.4.11, cf. Ages.11.10 (Sup.): “τριήρης φοβερὸν πολεμίοις” Id.Oec.8.8; “τ ὸ π ρ ὸ τ ῶν λυπηρῶν [προσδόκημα] φ .” Pl.Phlb.32c; “φοβερώτατον ἐρημία” X.An.2.5.9; “τ ὸ φ .” terror, danger, Id.Lac.9.1; τ ῶν φοβερῶν ὄν τ ω ν τ ῇ πόλει γενέσθαι the things which were dreaded as like ly to happen . . , Id.HG1.4.17; φοβερόν [ἐσ τ ι ] μ ὴ . . there is reason to dread that . . , Id.Hier.1.12, cf. Cyr.7.5.22; ἀγγέλλεσθαι ἐπ ὶ τ ὸ φοβερώτατον to be fearfully exaggerated, D.H.1.57.
3. Rhet., of style, impressive, awe-inspiring, “τ ὸ κάλλος τ ὸ Θουκυδίδου φ .” Id.Pomp.3; “τ ὸ φ .” Id.Lys.13; “Ὅμηρος παίζων -ώτερος” Demetr.Eloc.130.
II. Pass., afraid, timid, “ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα” S.OT153 (lyr.), cf.Alc.97, Pherecr.245; “ὄμ μ α ” E.IA620: opp. θαρσαλέος, Th.2.3, X.Cyr.3.3 19(Comp.); “φ . τ ὴν ψυχήν” Id.Oec.7.25; σκοπεῖν ε ἰ φοβεροί (sc. ο ἱ π ῶλ ο ι ) Pl.R.413d; “φ . π ο ι ε ῖν τ ι ν α ” Id.Lg.647c; φ . ε ἰς τ ὸ τ ο λ μ ᾶν ib.649d.
2. caused by fear, troubled, panic, “ἀναχώρησις” Th.4.128; “φοβερὰ ὄσσοις ὁμίχλα π ρ ο σ ῇξ ε ” A.Pr.144 (lyr.); φ . φροντίδες anxious thoughts, Pl.Thg.127b.
III. Adv. “-ρ ῶς” threateningly, in a terrifying manner, Lys.24.15, cf. LXX3 Ma.5.45, etc.: Comp., “-ώτερον φθέγγεσθαι” X.Smp.1.10: Sup., “-ώτατα ἰδ ε ῖν ” Id.Cyr.8.3.5.
2. timidly, “-ώτατα ἔχ ε ι ν ” Id.Eq.Mag.8.20.