A.“π ρ ῖε ” S.Fr.897, Ar.Ra.927: impf. ἔπ ι _ο ν ( ἐξ -) Th.7.25 : aor. “ἔπ ι _σ α ” Hp.VC14, Th.4.100: pf. πέπρι_κ α (ἐμ -) D.S.17.92:—Med., Babr.28.8, Luc.DMeretr.12.2:— Pass., fut. “πρισθήσομαι” Aen.Tact.19: aor. “ἐπρίσθην” Hp.Epid.5.16, 27: pf. “πέπρισμαι” Id.VC15, Dsc.4.65, (δ ι α -) Pl.Smp.193a, (ἐκ -) Ar.Pax1135 (dub.):—saw, π . δίχα saw asunder, Th.4.100; “π . τ ὸν ἐλέφαντα” Luc.Hist.Conscr.51: abs., prob. in Ar.V.694:—Pass., “κέρατα ὅτ α ν πρισθῇ” Plu.2.953b; “χ ε ι ρ ὸς . . πριομένης” cut, abraded, Opp.H. 3.315.
2. in surgery, trephine, Hp.VC12, al., Epid.II.cc.
3. pf. part. Pass. “πεπρισμένος” serrated, Dsc.4.65.
II. π . ὀδόντας grind or gnash the teeth, in disease, Hp.Prog.3; esp. with rage, “μ ὴ π ρ ῖε τ ο ὺς ὀδ .” Ar.Ra.927; “τ ὰς σιαγόνας πρίων” Babr.96.3:—Med., Luc.DMeretr.12.2.
2. generally, bite, “ὀδόντι π ρ ῖε τ ὸ στόμα” S. Fr.897; [“ἀμίαι] πρίουσι” Opp.H.2.575: metaph., “θ υ μ ὸν ὀδ ὰξ πρίοντες” Id.C.4.139; ἐπί ο ἱ π ρ ῖε ν χόλον gnashed fury against him, A.R.4.1671:—Pass., to be irritated, provoked, τ ι ν ι by or at a thing, “πριομένα κάλλει Γανυμήδεος” AP9.77 (Antip. Thess.); “ἔνδοθεν δ ὲ πρίεται” Men.902; but μ ὴ πρίου is prob. f.l. for μ ὴ πρήθου (cj. Bgk.) in Babr. 28.8.
3. cut off syllables, Anon.Rhythm.Oxy.220 viii 3.