A.run [a ship] on shore, D.C.Fr.4.4: c. dat., run ashore on, Luc.VH2.2; so of the ship, Id.Tim.3: metaph., π . χρόνῳ v.l. in Aret.SD2.10; “ἁ ε ὐμορφία τ ο ῖς ποτοκέλλουσιν ἁδ ο ν ὰς παρέχει” Dius ap. Stob.4.21.17 (Ruhnk. cj. ποτοπτίλλουσιν ).
προσοκέλλω ,