A.“ποιθέμεν” IG42(1).121.17 (Epid.); ποτθέμειν prob. in Epich.170.8: late pres. προστιθῶ Ps.- Luc.Philopatr.18,27; imper. “προστίθει” A.Pr.83: fut. προσθήσω: aor. προσέθηκα, pl. -έθεμεν, subj. “προσθῶ” Th.4.86, Ion. “προσθέω” Hdt.1.108:— Med., fut. “προσθήσομαι” LXX Ex.14.13: aor. 1 “προσεθηκάμην” Hdt.4.65: more freq. aor. 2 προσεθέμην, subj. προσθῶμ α ι (not πρόσθωμαι), 3sg. opt. “προσθεῖτ ο ” D.6.12, but “πρόσθοιτο” Id.11.6; Dor. part. “ποτθέμενος, Πρακτικά” 1931.89 (Dodona): pf. “-τέθειμαι” LXX De.23.15:—Pass., aor. 1 “προσετέθην” Th.3.82: fut. “-τεθήσομαι” LXX Nu.27.13, al. (-τεθήσεσθαι is f.l. ib.Ex.5.7): but the pf. Pass. is chiefly supplied by πρόσκειμαι:—put to, “χ ε ρ σ ὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν” Od.9.305; π . τ ὰς θύρας, τ ὴν θύραν, put to, close the door, Hdt.3.78, Lys.1.13; “τ ὰς πύλας” Th.4.67; κλίμακας [τ ο ῖς πύργοις] Id.3.23; κόμῃ προσθεῖσ α βόστρυχον holding it close to . . , A.Ch.229; “χέρα ἐλάτῃ” E.Ba. 1110; “γόνασιν ὠλένας” Id.Andr.895, cf. S.Ph.942; “τ ο ῖς καλλίστοις τ ο ῦ ζ ῴο υ τ ὰ κάλλιστα φάρμακα” Pl.R.420c; π . μύωπας apply the spur, Plb.11.18.4; “π . χ ε ῖρ ᾽ ἐπ ὶ πρόσωπα” E.Ph.1699; apply a pessary, Hp. Nat.Mul.32, Sor.1.62, al.; [κύαθον] Arist.Pr.890b24:—Pass., of pessaries, Dsc.1.76, al., Sor.1.35, al.
2. hand over, deliver to, “θ ε ῶν γέρα . . ἐφημέροισι προστίθει” A.Pr.83, cf. h.Merc.129; τ ι ν ὶ γ υ ν α ῖκ α π . give her to him as wife, Hdt.6.126; but π . γυναικὶ τάλαντον, as a dower, Hyp.Lyc.13; “π . τ ι ν ὰ ἄλ λ ῳ πατρί” E.Ion1545; “Ἅι δ ῃ ἐμ ὸν δέμας” Id.Hec.368, cf. IA540; “π . τ ι ν ὰ πυρί” Id.Supp.948; “σφαγέντα π α ῖδ α π . πόλει” Id.Ph.964; “τ ι σ ὶ π . πόλιν” Th.4.86; “τ ὴν διοίκησιν τ ῶν κ ο ι ν ῶν ἑαυτῷ” D.C.52.14; also “ν ᾶσ ο ν ε ὐκλέϊ π . λόγῳ” Pi.N.3.68.
3. give besides or also, “φερνάς” E.Hipp.628; “π ρ ο ῖκ α ” D.19.195; “χρήματα” Id.18.239, etc.; “πίστιν ὑμ ῖν ” Id.54.42; “τ ὰ ἴδ ι α τ ο ῖς ἀλλοτρίοις” Men.557: abs., spend money, “ο ὐ μόνον ἄν ε υ μισθοῦ, ἀλ λ ὰ κ α ὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως” Pl.Euthphr.3d, cf. Arist.EN1130a25, Iamb.Protr.9.
II. impose upon, “π ρ ῆγ μ α τ ὸ ἄν τ ο ι προσθέω” Hdt.1.108, cf. 3.62: c. inf., “π . τ ι ν ὶ πρήσσειν” Id.5.30; π . μέτρον impose measure or bounds, A.Ch.796 (lyr.); π . τ ι ν ὶ ἀτιμίην impose, inflict disgrace upon him, Hdt.7.11; π . <φθόρον> A.Ch.482; “ἐπ ᾽ ἐμαυτῷ ἀράς” S.OT820; “ὄκ ν ο ν ” Id.Ant.243; “αύτὸς α ὑτ ῷ τ ὴν βλάβην” Id.Fr.350; λύπην, πόνους, E.Supp.946, Heracl. 505; “ἀναλώματα” IG14.830.12 (Puteoli, ii A.D., Pass.); π . τ ι ν ὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τ ε strike him dumb with fear, E.Hel.549; “ἐνθύμιον τ ο ῖς ζ ῶσ ι ” Antipho 3.1.2; “τ ι σ ὶ ζημίας” Th.3.39; π . φιλανθρωπίαν ε ἰς τ ὰ τ ῆς πόλεως πράγματα employ it on . . , D.19.140.
2. attribute or impute to, “τ ῷ θ ε ῷ τ ὴν α ἰτίαν” E.Ion 1525, cf. Th.3.39 (Pass.); π . θράσος μ ο ι impute boldness to me, E.Heracl.475; “θ ε ο ῖσ ι π . ἀμαθίαν” Id.Hipp.951; “ἀπληστίαν λέχους γυναιξί” Id.Andr.219; “τ ὸ ἐμπλήκτως ὀξ ὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη” Th.3.82.
III. add, “τάδε τούτοισι” Hdt.1.20, al.; “π ρ ὸς [τ ῇ γνώμῃ] ἔρ γ α ” Id.4.139; ἄλ λ ο ν π ρ ὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν ib.196; “χάριτι χάριν” E.HF327; “ν ο σ ο ῦν τ ι νόσον” Id.Alc.1048; “π . τ ῷ νόμῳ τ ὸν λόγον τόνδε” Th.2.35, cf. Hdt.2.136 (Pass.), Pl.R.468b; προσθεῖν α ι τ ῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (for πλέον ἤ . . ) ib.335a; ἄγγελλε δ ᾽ ὅρκον π . S.El.47 (Reiske for ὅρ κ ῳ codd., cf. “ὅρκου προστεθέντος” Fr.472; “ὀμόσας . . προσθείς τ ε χ ε ῖρ α δεξιάν” Ph.942); “τ ὴν στήλην ὕστερον προσέθηκε” IG12.374.174; “τ ο ῖς ε ὖ ἔχουσιν ἔργοις ο ὔτ ᾽ ἀφελεῖν ἔσ τ ι ν ο ὔτ ε προσθεῖν α ι ” Arist.EN 1106b11; “ἐάν τ ι ἀφέλωμεν ἢ προσθῶμ ε ν ἢ μεταθῶμ ε ν ” Pl.Cra.432a; π . γράμματα ib.418a, cf. 431c; also “π . ἐπ ὶ τ ο ῖσ δ ε χάριν” S.Tr.1253; “ἵππον π ρ ὸς τ ο ὔν ο μ α ” Ar.Nu.63; “π ρ ὸς τ ὸν μ ι σ θ ὸν ἑκάστῳ ὀβολόν” X.HG1.5.6, cf. Pl.Phlb.33c: abs., make additions, Th.3.45; “π ρ ὸς τ ὰ ὑπάρχοντα -τιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται” Arist.Rh.1359b28; make additions to a story, improve it, Id.Po.1460a18; also of actors, ib.1461b30: esp. of adding articles to statements or documents, “προσθεῖν α ι ο ὐδ ὲν ε ἶχ ο ν τ ο ῖς ε ἰρημένοις ο ὐδ ᾽ ἀφελεῖν ” Isoc.12.264, cf.POxy.1062.4 (ii A.D.), etc.; π . κ α ὶ ἀφελεῖν τ ι π ε ρ ὶ τ ῆς ξυμμαχίας Foed. ap. Th.5.23, cf. 29; π . τ ὶ π ρ ὸς τ ο ῖς ξυγκειμένοις Foed.ib.47; π ρ ὸς τ ὰς συνθήκας Foed. ap. Plb.21.43.27; “π . ὅτ ι . . ” D.18.231; of entries in accounts, “προσετέθη τ ὰ τέλη τ ῷ κυριακῷ λόγῳ” PAmh.77.15 (ii A.D.), cf. BGU620.15 (iv A.D.), etc.; π . τ ι ν ὶ [ἀργύριον] pay, PMich.Zen.28.24 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.647.56 (iii B.C.), PRyl.153.27 (ii A.D.); πρόσθες ε ἰς ὄν ο μ α Ἐπωνύχου credit to account of E., Ostr.1159 (ii/iii A.D.); pay in, deposit gold in a bank or mint, PCair.Zen.23.32 (iii B.C.).
2. c. acc. pers., τίνα τ ῇδ ε προστιθῶ στάσει; A.Ch.114; Ἀθηναίοις π . σ φ ᾶς α ὐτούς join their party, Th.3.92; π . ἑαυτόν τ ι ν ι ἐς πίστιν, ἐπ ὶ ἰδίοις κέρδεσι, Id.8.46,50.
3. Math., add, “π ὸτ ἀριθμόν . . φ ᾶφ ο ν ” Epich.170.8 (prob.); [“χωρίον] ἕτερον α ὐτ ῷ τ ο υ τ ὶ ἴσ ο ν ” Pl.Men.84d; π ρ ὸς πεπερασμένον ἀε ὶ π . Arist.Ph.266b2:—Pass., “ε ἴ κ α . . π ο τ ὶ τ ὸ ἕτερον τ ῶν βαρέων ποτιτεθῇ, . . ῥέπειν ἐπ ὶ τ ὸ βάρος ἐκ ε ῖν ο ᾧ ποτετέθη” Archim.Aequil.1 Def.2, cf. Euc. 1Ax.2, etc.; “κ ο ι ν ο ῦ -τεθέντος” Papp.742.15.
5. in LXX and NT, continue or repeat an action, c. inf., “προσέθηκεν ἔτ ι λ α λ ῆσ α ι ” LXX Ge.18.29; ο ὐ προσθήσω ἔτ ι πατάξαι ib.8.21; ο ὐ μ ὴ προσθῶ π ε ῖν I will not drink again, Ev.Marc.14.25 (v.l.); also προσθεὶς Ἰὼβ ε ἶπ ε ν Job continued and said, LXXJb.27.1; “προσθεὶς ε ἶπ ε παραβολήν” Ev.Luc.19.11; προσθεῖσ α ἔτεκεν υ ἱόν she bore another son, LXX Ge.38.5:—also in Med., v. infr. B.111.
B. Med., side with one, “ο ἷς ἂν σ ὺ προσθῇ” S.OC1332, cf. Th.3.11, 8.48, 87, D.6.12, 11.6, 52.25; τ ῷ ἀσ τ ῷ π . to be favourable, wellinclined to him, Hdt.2.160, cf. D.43.34; τ ῇ ἡδ ο ν ῇ side with pleasure, Arist.MM1201a2: abs., come in, submit, Epist.Phil. ap. D.18.39.
2. assent, agree, “ο ὔ ο ἱ ἔγωγε π . τ ῇ γνώμῃ” Hdt.1.109, cf. 3.83, Th.6.50, X. An.1.6.10; “τ ῷ λόγῳ τ ῷ λεχθέντι” Hdt.2.120; “τ ῷ Καρχηδονίων νόμῳ” Pl. Lg.674a: later c. inf., consent, bring onself to, J.AJ19.1.8.
3. φ ῆφ ο ν δ ᾽ Ὀρέστῃ τήνδ᾽ ἐγ ὼ προσθήσομαι will deposit this vote in favour of Orestes, i.e. will vote in his favour, A.Eu.735; “ἡμ ῖν ἂν προσθέμενοι τ ὴν φ ῆφ ο ν ε ὐορκοίητε” D.57.69; so μ ὴ μ ι ᾷ φήφῳ π . (sc. τ ὴν γνώμην)“, ἀλ λ ὰ δ υ ο ῖν ” Th.1.20; φ ῆφ ο ν π . ἐναντίαν τινί ib.40; “φ ῆφ ο ν π . ὥσ τ ε ἀποκτεῖν α ι ” OGI218.102 (Ilium, iii B.C.).
4. Math., add, Sammelb. 6951 ii 30, al. (ii A.D.).
II. c. acc. pers., associate with oneself, i.e. take to one as a friend, ally, or helper, win over, “π . τ ὸν δ ῆμ ο ν π ρ ὸς τ ὴν ἑωυτοῦ μ ο ῖρ α ν ” Hdt.5.69, cf. Th.6.18; “ε ἰ στρατὸν προσθέοιτο φίλον” Hdt. 1.53, cf. 69, S.OC404; ταύτην προσθοῦ δάμαρτα take her to wife, Id.Tr.1224: also in bad sense, “πολέμιον π . τινά” X.Cyr.2.4.12.
2. c. acc. rei, apply to oneself, “βάλανον” Hp.Epid.1.26.a', cf. 4.30 (abs., ib.1.26.δ ᾽)“; ὀξύβαφον προσθοῦ λαβών” Ar.Av.361; “π α τ ρ ὸς στέρνα προσθέσθαι θέλω” E.HF1408: metaph., put on, “τ ῇ ὄφ ε ι ἀχθηδόνας” Th.2.37; add to oneself, gain, τί ἂν προσθείμην πλέον; what should I be profited? S.Ant.40; π . χάριν, = ἐπιχαρίζεσθαι, Id.OC767; esp. of evils, bring or take upon onself, “π ρ ὸς κ α κ ο ῖσ ι κακόν” A.Pers.531; “μέριμναν” S. OT1460; “κακά” E.Heracl.146; “ἄχθος ἐπ ᾽ ἄχθει π . διπλοῦν ” Id.Andr.396; ο ἰκ ε ῖο ν πόνον, κινδύνους α ὐθαιρέτους, Th.1.78, 144; ἔχθρας ἑκουσίους π ρ ὸς τ α ῖς ἀναγκαίαις π . Pl.Prt.346b.
b. bring upon others, ο ἱ . . πόλεμον προσεθήκαντο made war upon him, Hdt.4.65; ο ὐκ ἄν σ φ ι Σπαρτιήτας μ ῆν ι ν ο ὐδεμίαν προσθέσθαι vented any wrath upon . . , Id.7.229.
III. in LXX and NT, continue or repeat an action (cf. supr. A.111.5), “ο ὐ προσθήσεσθε ἔτ ι ἰδ ε ῖν α ὐτούς” LXX Ex.14.13; προσέθετο πέμφαι ἕτερον Ev. Luc.20.11; προσέθετο συλλαβεῖν κ α ὶ Πέτρον he caused Peter also to be arrested, Act.Ap.12.3; also “Φ α ρ α ὼ προσέθετο τ ο ῦ ἁμαρτάνειν” LXX Ex.9.34; ο ὐ προσέθετο τ ο ῦ ἐπιστρέψαι ib.Ge.8.12.