A.“π α ῖ” X.Cyn.6.18 codd.: fut. “παίσω” E.El.688, X.An.3.2.19, “παιήσω” Ar.Nu.1125, Lys.459: aor. “ἔπαισα” Supp.Epigr.2.509.4, al. (Crete, v B. C.), A.Pers. 397, X.An.5.8.10: pf. “πέπαικα” LXX Nu.22.28, (ὑπ ε ρ -) Ar.Ec.1118, D.50.34:—Med., impf. “ἐπαιόμην” Plu.Pomp.24: aor. “ἐπαισάμην” X. Cyr.7.3.6:—Pass., aor. “ἐπαίσθην” A.Th.957, Ch.184, Luc.Salt.10: pf. πέπαισμαι (ἐμ -) Ath.12.543f; but the pass. tenses were mainly supplied by πλήσσω (“παίσαντές τ ε κ α ὶ πληγέντες” S.Ant.171); and ἐπάταξα (from πατάσσω) was generally used as aor.:—poet. Verb (not in Hom., rare in Att. Prose), strike, smite, whether with the hand, or with a rod or other weapon, “σκυτάλοισί τινας” Hdt.3.137, cf. A.Ag. 1384, etc.: freq. with acc. omitted, “παισθεὶς ἔπαισας” Id.Th.957; π α ῖε π ᾶς strike home!, E.Rh.685; παισάτω π ᾶς (π α ῖς codd.), “π α ῖ δή, π α ῖ δή” X.Cyn. l.c.; “π . τ ι ν ὰ ἐς τ ὴν γ ῆν ” Hdt.9.107; “π . τ ι ν ὰ μάστιγι” S.Aj.242 (lyr.), etc.; “π . ὑφ ᾽ ἧπ α ρ α ὑτήν” Id.Ant.1315; “παίσας π ρ ὸς ἧπ α ρ φασγάνῳ” E.Or.1063; “π . τ ι ν ὰ ἐς τ ὴν γαστέρα” Ar.Nu.549; “ε ἰς τ ὰ στέρνα” X.Cyr. 4.6.4; “τ ι ν ὰ ἐς πλευρὰν ξίφει” E.Rh.794; “κ α τ ὰ τ ὸ στέρνον” X.An.1.8.26; “κάρα” S.Aj.308, cf. OT1270; “τ ὸν ν ῶτόν τινος” Alciphr.3.43: c. dupl. acc., “π . ῥοπάλῳ τ ι ν ὰ τ ὸ ν ῶτ ο ν ” Ar.Av.497: c. acc. cogn., ὀλίγας π . (sc. πληγάς) X.An.5.8.12; τί μ ᾽ ο ὐκ ἀνταίαν ἔπαισέν τις (sc. πληγήν); S.Ant.1309 (lyr.); π . ἅλ μ η ν , of rowers, A.Pers.397, E.IT1391:—Med., ἐπαίσατο τ ὸν μηρόν he smote his thigh, X.Cyr. 7.3.6, cf. Plu.Pomp.24:—Pass., “παιομένους” Th.4.47, cf. A.Pers. 416, Antipho 2.4.4, etc.; π ὺξ παιόμενος, opp. ἐγχειριδίῳ πληγείς, Lys. 4.6.
b. rarely of missiles, X.Cyr.6.4.18:—Pass., “τ ὰ παιόμενα τ ο ῖς κεραυνοῖς” Plu.2.665d; of atoms, παίονται κ α ὶ παίουσι τ ὸν ἅπαντα χρόνον ib.1111e.
2. c. acc. instrumenti, drive, dash one thing against another, ν α ῦς ἐν ν η ῒ στόλον ἔπαισε struck its beak against . . , A.Pers.409; “π . λ α ι μ ῶν ε ἴσ ω ξίφος” E.Or.1472 (lyr.); [“ν α ῦς] θάλασσα π . π ρ ὸς χωρία δύσορμα” Plu.Pyrrh.15: metaph., “ἐν δ ᾽ ἐμ ῷ κάρᾳ θ ε ὸς . . μέγα βάρος ἔπαισεν” S.Ant.1274 (lyr.).
4. of sexual intercourse, Id.Pax874.