A.“ὀδυσθῆν α ι ” Hsch.), and once in pf. Pass. ὀδώδυσται, Od.5.423 :—to be wroth against, hate, c. dat. pers., “τ ῷ μ ὲν ἔπειτ᾽ ὀδύσαντο θεοί” Il.6.138 ; esp. as the mythic origin of the name Ὀδυσσεύς, as hated by gods and men, τί νύ ο ἱ τόσον ὠδύσαο, Ζ ε ῦ; Od.1.62 ; τίπτε τ ο ι ὧδ ε Ποσειδάων . . ὠδύσατ᾽ ἐκπάγλως ; 5.340 ; “πολλοῖσ ι ν γ ὰρ ἔγωγε ὀδυσσάμενος . . ἱκάνω . . : τ ῷ δ ᾽ Ὀδυσεὺς ὄν ο μ ᾽ ἔσ τ ω ἐπώνυμον” 19.407-9, cf. S.Fr.965 ; also “Βριάρεῳ . . π α τ ὴρ ὠδύσσατο θ υ μ ῷ” Hes.Th.617 : abs., “ὀδυσσαμένοιο τ ε ο ῖο ” Il.8.37 : later, c. acc., “ὠδύσατο Ζ ῆν α ” Hom. Epigr.6.8 ; τί . . ἐμ ὴν ὠδύσσαο νηδύν ; AP9.117.—Ep. Verb, borrowed once by Sophocles in reference to Odysseus.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
ν
-
Ν α _κόρειον
νάκος
-
ναρδολι^πής
νάρδον
-
ναυα_γ -έω
ν α υ α _γ -ησμός
-
ναυλ-όω
ν α υ λ -ώσιμος
-
ναυσι-φόρητος
ναυσί-ωσις
-
Νέαιρα
ν ε -αίρετος
-
νεάτη
νέα^τος
-
νεικ-είω
ν ε ι κ -έσσιος:
-
νεκρο-βαστάξ
νεκρο-βόρος
-
νεκτάρεος
νεκτάρθη:
-
ν ε μ -ητέον
ν ε μ -ητής
-
νεό-δαρτος
ν ε ο -δίδακτος
-
νεό-καυστος
ν ε ο -κέντητος
-
ν ε ο -πλουτοπόνηρος
νεό-πλουτος
-
νεοσσο-κόμος
νεοσσο-ποιέω
-
ν ε ο -ΰφαντος
ν ε ο -φάντης
-
νευρ-ή
ν ε υ ρ -ικός
-
νεφελη-γερέτα^
νεφελη-γερής
-
ν ε ω -ποιέω
ν ε ω -ποίης
-
νηθίς
νήθουσα
-
ν η ο -πόλος
ν η ο -πορέω
-
νήριθμος
νήριον
-
νηστός
νησύδριον
-
ν ι _κ -α ξ ῶ
νικάριον
-
νιτρο-πηγικός
νιτρο-ποιός
-
νόθ-ος
ν ο θ -όω
-
νομο-δείκτης
ν ο μ ο -δ ι ^δάκτης
-
νόσ-ανσις
ν ο σ -ερός
-
νοσφ-ιστής
ν ο σ -ώδης
-
νουσοφόρος
νοχελές
-
νυκτ-ήγρετον
ν υ κ τ -ῆμαρ
-
νυκτο-δρόμα
ν υ κ τ ο -δρομία
-
νύμφ-η
ν υ μ φ -ηγέτης
-
νύχα^
ν υ ^χ -α ῖος
-
νωλεμές
ν ῶμ α
-
νώψ
entry:
ν υ ^χ -α ῖος
ν υ ^χ -αυγής
ν υ ^χ -εγρεσία
-<ε >ία,
ν υ ?́χ -ειος
ν υ ?́χ -ευμα
ν υ ^χ -εύω
ν υ ^χηβόρος
ν υ χ θ -ημερήσιος
ν υ χ θ -ημερινός
ν υ χ θ -ήμερος
νύχιος
νύχμα
νύχος
νώ
νώγα^λ -α
ν ω γ α ^λ -έος:
ν ω γ α ?́λ -ευμα
ν ω γ α ^λ -εύω
ν ω γ α ^λ -ίζω
ν ω γ α ?́λ -ισμα
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
ν ω δ υ ^ν -ία
νώδυ^ν -ος
ν ῶε
νώθ-ε ι α
ν ω θ -ής
ν ω θ -ουρίς
νώθ-ουρος
ν ω θ ρ -άς
ν ω θ ρ -εία
ν ω θ ρ -επιθέτης
ν ω θ ρ -εύω
ν ω θ ρ -ία
ν ω θ ρ -ίη
ν ω θ ρ -ι ^άω
νωθρο-κάρδιος
νωθρο-ποιός
ν ω θ ρ -ός
ν ω θ ρ -ότης
ν ω θ ρ -ώδης
νωθώδης
ν ῶϊ
νωΐτερος
ν ῶκ α ρ
ν ω κ α ^ρώδης
νωκελίς
νωλεμές
This text is part of:
View text chunked by:
*ὀδύσσομαι or *ὀδυίομαι , Ep. Verb, only used in aor. 1 Med. ὀδύσασθαι (aor. Pass.