Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 14/05/2017.
Η επικράτεια του χανάτου αποτελείτο από εδάφη με μουσουλμανικούς βουλγαρικούς πληθυσμούς (τουρανικούς βουλγαρικούς πληθυσμούς του Βόλγα, σε αντίθεση με τους συγγενείς τους Βουλγάρους των Βαλκανίων που εκσλαβίστηκαν) που αρχικώς ανήκαν στηΒουλγαρία του Βόλγα. Οι ποταμοί Βόλγας, Κάμα και Βιάτκα ήταν οι κύριοι ποταμοί του χανάτου, καθώς καιοι κύριοι εμπορικοί δρόμοι. Η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Τάταροι του Καζάν (μουσουλμάνοι Βούλγαροι του Βόλγα που υιοθέτησαν την ταταρική γλώσσα). Ο αυτοπροσδιορισμός τους δεν περιοριζόταν στους Τατάρους. Πολλοί αυτοπροσδιορίζονταν απλώς ως μουσουλμάνοι ή ως "ο λαός του Καζάν". ΤοΙσλάμ αποτελούσε την κρατική θρησκεία.
Η τοπική φεουδαρχική αριστοκρατία αποτελείτο από Βουλγάρους του Βόλγα, αλλά η Αυλή καιη σωματοφυλακή των χάνων του Καζάν αποτελούνταν από Τατάρους της στέπας (Κιπτσάκους, και αργότερα Νογκάι) που ζούσαν στο Καζάν. Σύμφωνα μετην παράδοση, οι τοπικές τουρκικές φυλές καλούνταν επίσης Τάταροι από την αριστοκρατία των στεπών, και αργότερα, τη ρωσική ελίτ. Τμήμα της ανώτερης αριστοκρατίας καταγόταν από τηΧρυσή Ορδή. Περιελάμβανε μέλη τεσσάρων επιφανών αριστοκρατικών οικογενειών: Αργίν, Μπαρίν, Κιπτσάκ, και Σιρίν.
Οι υπήκοοι στον χάνο περιελάμβαναν τους Τσουβάσους, Μαρί, Μορδαβούς, Τατάρους, Ουντμούρτιους και Μπασκίρους. Οι Περμιανοί και κάποιοι από τις φυλές των Κόμι είχαν επίσης ενσωματωθεί στο χανάτο. Οι Τάταροι είχαν φτάσει στην περιοχή κατά τη διάρκεια της περιόδου της Χρυσής Ορδής και σταδιακά αφομοίωσαν τους ιθαγενείς φιννικής προέλευσης ΜορδβίνουςκαιΒουρτάσους (δεν έχει αποσαφηνιστεί η φιννική καταγωγή τους). Κάποιες ηγεμονίες των Τατάρων ποτέ δεν πέρασαν στον έλεγχο του Καζάν, αντιθέτως έλκονταν προς τοΧανάτο του Άστραχαν ή τηΜοσχοβία.
Στο τέλος του 15ου αιώνα, οι πρώην επικράτειες της Βουλγαρίας του Βόλγα (Περιφέρεια Καζάν ή Δουκάτο Καζάν) ίσως ανέκτησαν ένα βαθμό ανεξαρτησίας εν καιρώ διάλυσης της Χρυσής Ορδής. Το πριγκηπάτο ήταν αυτοδιοικούμενο και συντηρούσε μία δυναστεία από Πρωτο-Βούλγαρους άρχοντες. Το 1437-1438 ο Ούλουγκ Μουχάμαντ μετην υποστήριξη της τοπικής αριστορκρατίας σφετερίστηκε το θρόνο του Καζάν και ανέλαβε τον τίτλο τουΧαν, ιδρύοντας το χανάτο του Καζάν. Μέχρι το 1445 είχε ολοκληρωθεί η μεταβίβαση της εξουσίας από την τοπική Πρωτο-Βουλγαρική δυναστεία στονγιοτου Ούλουγκ, τον Μαχμούντ (Mäxmüd), ο οποίος τον διαδέχθηκε.
Στην πορεία της ιστορίας του, το χανάτο ήταν επιρρεπές σε αστικές αναταραχές και διαμάχες γιατο θρόνο. Οι χάνοι αλλάχτηκαν 19 φορές σε 115 χρόνια. Συνολικά βασίλευσαν 15 χάνοι εκτων οποίων ορισμένοι ανήλθαν στο θρόνο πολλές φορές. ΟΧαν ήταν εκλεγμένος από τους Τζενγκισίδες (απόγονους τουΤζένγκις Χαν), από τους δημοτικούς άρχοντες ή από τους ίδιους τους πολίτες.
Εν καιρώ βασιλείας του Ουλούγκ Μουχάμαντ καιτου γιού του, Μαχμούντ, οι δυνάμεις του Καζάν εισέβαλαν στην επικράτεια της Μοσχοβίαςκαιτων υποτελών της αρκετές φορές. Ο Βασίλειος Β' της Μόσχας, ο οποίος ενεπλάκη στον Μεγάλο Φεουδαρχικό Πόλεμο εναντίον των εξαδέλφων του, ηττήθηκε σεμια μάχη κοντά στοΣούζνταλκαι αναγκάστηκε να πληρώσει λύτρα στονχαντου Καζάν.
Τον Ιούλιο 1487 ο Μεγάλος Δούκας Ιβάν Γ' της Μόσχας κατέλαβε το Καζάν και διόρισε έναν αρχηγό μαριονέτα, τον Μοχαμανταμίν (Ταταρικά: Мөхәммәт Әмин) στο θρόνο του Καζάν. Κατόπιν τούτου, το Χανάτο του Καζάν έγινε προτεκτοράτο της Μόσχας, και απελευθερώθηκε το εμπόριο για τους Ρώσους σε όλη την επικράτεια. Αυτοί που υποστήριζαν την ένωση της Οθωμανικής ΑυτοκρατορίαςκαιτουΧανάτου της Κριμαίας εκμεταλλεύτηκαν τα παράπονα του λαού προς πρόκληση εξεγέρσεων (τα έτη 1496, 1500, και 1505), αλλά με αμελητέα αποτελέσματα.
Το 1521 μετην κυριαρχία της Μόσχας, τη σύναψη συνθήκης αμοιβαίας βοήθειας μετοΧανάτο του Άστραχαν, τοΧανάτο της ΚριμαίαςκαιτηνΟρδή Νογκάι, αναδύθηκε το Καζάν. Τότε, οι συνδυασμένες δυνάμεις τουχαν Μουχάμεντ Γκιράι καιτων Κριμαίων συμμάχων του επιτέθηκαν στηΜοσχοβία.
Η ενίσχυση της Κριμαίας δυσαρέστησε τους προ-Μοσχοβίτες ευγενείς του Χανάτου του Καζάν και ορισμένοι από αυτούς προκάλεσαν μια εξέγερση το 1545. Κατέληξε σε εκθρόνιση του Σάφα Γκιράι (Ταταρικά: Сафа-Гәрәй). Ένας υποστηρικτής της Μόσχας, ο Σαχγκάλι (Ταταρικά: Şahğäli) κατέλαβε το θρόνο. Το επόμενο έτος η Μόσχα διοργάνωσε αρκετές εκστρατείες γιατην επιβολή του ελέγχου στο Καζάν, αλλά οι προσπάθειες ήταν ανεπιτυχείς.
Μετη βοήθεια των Νογκάι, ο Σάφα Γκιράι επέστρεψε στο θρόνο. Εκτέλεσε 75 ευγενείς καιτα υπόλοιπα μέλη της αντιπολίτευσης διέφυγαν στη Ρωσία. Το 1549 που πέθανε, ο γιος του Ουταμες Γκαράι (Ταταρικά: Ütämeşgäräy) αναγνωρίστηκε ως χανσε ηλικία 3 ετών. Η μητέρα του, Σογιεμπικά, ανέλαβε την θέση του αντιβασιλέα καιεκτων πραγμάτων την διοίκηση του χανάτου. Υπό την κυριαρχία της, αυξήθηκε σχετικά η αυτονομία της διοίκησης του μπέη Κοσττσάκ (Ταταρικά: Qoşçaq).
Εκείνη την περίοδο οι συγγενείς του Σάφα Γκιράι (με συμπεριλαμβανόμενο τον Ντεβλέτ Α' Γκιράι) βρίσκονταν στηνΚριμαία. Η πρόσκλησή τους στο θρόνο του Καζάν υπονομεύτηκε από ένα μεγάλο μέρος της παραδοσιακής αριστοκρατίας. Επί της κυβέρνησης του Κοσττσάκ οι σχέσεις μετη Ρωσία επιδεινώθηκαν περαιτέρω. Στις αρχές του 1551 μια ομάδα από απογοητευμένους ευγενείς ανέβασαν στο θρόνο έναν υποστηρικτή του Τσάρου Ιβάν του Τρομερού, τον Σαχγκάλι, για δεύτερη φορά.
Παράλληλα, τα εδάφη στα ανατολικά του Ποταμού Βόλγα Ποταμού (Ταταρικά: Taw yağı) παραχωρήθηκαν στη Ρωσία. Ο Ουτάμες Γκαράι, μαζί μετη μητέρα του, στάλθηκαν στη φυλακή της Μόσχας. Ο Σαχγκάλι κατείχε το θρόνο του Καζάν μέχρι τον Φεβρουάριο του 1552. Οιαντι-Μοσχοβίτες της κυβέρνησης του Καζάν εξόρισαν τον Σαχγκάλι και ανέβασαν στο θρόνο τονπρίγκιπα του Άστραχαν, Γιάντεγκαρ Μοχάμαντ, μετην υποστήριξη των Νογκάι.
Τον Αύγουστο του 1552 οι δυνάμεις τουΙβάν του Τρομερού, από το ρωσικό κάστρο του Σβιγιάζσκ, πολιόρκησαν το Καζάν. Οι Ρώσοι νίκησαν τα ταταρικά στρατεύματα της ενδοχώρας και έκαψαν την πόλη Άρσκ και κάποια κάστρα. Την 3 Οκτωβρίου, μετά από δύο μήνες πολιορκίας καιτην καταστροφή τωντοίχων της ακρόπολης, οι Ρώσοι μπήκαν στην πόλη. Ένα μέρος των αμυνόμενων κατάφερε να ξεφύγει, αλλά οι περισσότεροι σκοτώθηκαν. Ο Γιάντεγκαρ Μοχάμαντ φυλακίστηκε καιο πληθυσμός σφαγιάστηκε.
Μετά την πτώση του Καζάν, ορισμένες περιοχές όπως η Ουντμούρτιακαιτο Μπασκορτοστάν εντάχθηκαν στηΡωσία χωρίς συγκρούσεις. Η διοίκηση του χανάτου αφανίστηκε, οιπρο-Μοσχοβίτες καιοι ουδέτεροι ευγενείς κράτησαν τα εδάφη τους, αλλά άλλοι εκτελέστηκαν. Οι Τάταροι τότε επανεγκατεστάθηκαν μακριά από ποτάμια, δρόμους καιτο Καζάν. Στα ελεύθερα εδάφη εγκαταστάθηκαν Ρώσοι και ορισμένοι προ-Μοσχοβίτες Τάταροι. Οι ορθόδοξοι επίσκοποι, όπως οΠατριάρχης Ερμογένης της Μόσχας, βάπτισαν πολλούς Τατάρους δια της βίας.
Μέχρι το 1556 ένα μέρος του πληθυσμού συνέχισε να αντιστέκεται στη ρωσική κυριαρχία. Οι κυβερνήσεις των επαναστατών συγκεντρώθηκαν στα κάστρα Σάλιμ και Μισαταμάκ, αλλά καθώς οι Νογκάι με αρχηγό των Γκάλι Ακράμ έκαναν συχνά επιδρομές στον αγροτικό πληθυσμό, ο συνασπισμός τους χάλασε. Μετά από μια βίαιη καταστολή των επαναστατών του Καζάν, οι διοικητές τους εκτελέστηκαν.
Υπολογίζεται[1] ότι ο πληθυσμός του πρώην χανάτου μειώθηκε κατά αρκετές χιλιάδες κατά τη διάρκεια των πολέμων. Η διοίκηση, γνωστή ως το Γραφείο του Παλατιού του Καζάν, ανέλαβε την εξαναγκασμένη ΡωσοποίησηκαιτονΕκχριστιανισμότων Τατάρων καιτων άλλων λαών.[2]Ο όρος Βασίλειο του Καζάν χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1708 που σχηματίστηκε το Κυβερνείο του Καζάν.
Το χανάτο του Καζάν αποκαταστάθηκε για λίγο κατά τηνΕποχή των Αναστατώσεωνμετη βοήθεια του ρωσικού πληθυσμού, αλλά οι ρωσικές δυνάμεις ηγούμενες από τον Κουζμά Μινίν κατέστειλαν την εξέγερση.
Ο αστικός πληθυσμός του χανάτου παρήγαγε πήλινα σκεύη, ξύλινα και μεταλλικά χειροτεχνήματα, δέρματα, πανοπλίες, αγροτικά εργαλεία και κοσμήματα. Στις μεγάλες πόλεις τους περιλαμβάνονταν οιΚαζάν, Άρτσα (ταταρικά: Арча), Τζουκατάω, Κασάν, Τσάλι, Αλάτ και Κόρι. Οι αστοί είχαν εμπορικές συναλλαγές με τους λαούς της Κεντρικής Ασίας, τους Καυκάσιουςκαιτους Ρώσους. Οι μεγάλες αγορές ήταν το Παζάρι Τασαγιάκ στο Καζάν καιτο παζάρι της Νήσου Μαρκίζ στον Ποταμό Βόλγα. Η γαιοκτημοσύνη για τους αγρότες βασιζόταν στοσογιουργκάλ (söyurğal) καιτα κληρονομικά κτήματα.
ΟΧαν κυβερνούσε το κράτος. Οι ενέργειές του βασίζονταν στις αποφάσεις και τις διαβουλεύσεις του υπουργικού συμβουλίου, του Ντιβάν. Η αριστοκρατία περιλάμβανε τις τάξεις τωνμπέηδων, τωνεμίρηδωνκαιτων μίρτσα. Οι στρατιωτικές τάξεις περιλάμβαναν τους ουλάν, τους μπαχαντίρ και τους ίτσκι (içki). Οι μουσουλμάνοι κληρικοί διακρίνονταν σε σαγιέτ (säyet), σεΐχηδες, καδείςκαιιμάμηδες. Οιουλεμάδες, ή κληρικοί, εκτελούσαν καθήκοντα δικαστών και διατηρούσαν ταμεντρεσές (σχολεία) καιμακτάμπ (βιβλιοθήκες).
Η πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελούταν από μαύρα άτομα (qara xalıq),[3] έναν ελεύθερο Μουσουλμανικό πληθυσμό[4]που ζούσε σε κρατική γη. Στα φέουδα είχαν εγκατασταθεί ως επί το πλείστον οι δουλοπάροικοι (çura). Οι αιχμάλωτοι πολέμου συνήθως πωλούνταν στην Τουρκία ή στηνΚεντρική Ασία. Περιστασιακά πωλούνταν εντός του Χανάτου ως σκλάβοι (qol) και μερικές φορές εγκαθίστανταν σε φεουδαρχικά εδάφη ως μεταγενέστεροι δουλοπάροικοι. Ο Μουσουλμανικός καιμη πληθυσμός του Χανάτου έπρεπε να πληρώνει τον φόρο ιασάκ (ρωσικά: ясак).
Το Χανάτο ήταν χωρισμένο σε 5 νταρούγκα: τα Αλάτ, Άρτσα, Γκάρετς, Κόρι και Νουγκάι. Σποραδικά μερικοί φεουδάρχες διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους από το Καζάν, αλλά τέτοιες προσπάθειες καταστέλλονταν άμεσα.
Ο στρατός του χανάτου περιλάμβανε εξοπλισμό και άνδρες από τα νταρούγκα και τους υποτελείς, φύλακες τουχαν, καιτα στρατεύματα των ευγενών. Ο αριθμός των στρατιωτών δεν ήταν υποχρεωτικά σταθερός, κυμαινόταν στους 20.000 - 60.000. Μερικές φορές, και στρατεύματα από τους Νογκάι, τηνΚριμαίακαιτη Ρωσία υπηρέτησαν τονΧαντου Καζάν. Γιατην υπεράσπιση των τειχών του Καζάν χρησιμοποιούνταν πυροβόλα όπλα (αρκεβούζια)
Γενικά, ο πολιτισμός του Χανάτου του Καζάν προερχόταν από τωνΒουλγάρων του Βόλγα. Στους κύκλους των ευγενών υπήρχαν, επίσης, πολιτιστικά στοιχεία της Χρυσής Ορδής.
Ένα μεγάλο μέρος του αστικού πληθυσμού ήταν εγγράμματοι. Υπήρχαν μεγάλες βιβλιοθήκες σετζαμιάκαισχολεία. Το Καζάν έγινε κέντρο της επιστήμης και της θεολογίας.
Μολονότι η Ισλαμική επιρροή ήταν κυρίαρχη, υπήρχε και ανεπτυγμένη λαϊκή λογοτεχνία. Οιπιο επιφανείς ποιητές της Παλαιάς Ταταρικής γλώσσας ήταν οι Μοχαμαντυαρ, Όμμι Καμάλ, Μοχαμανταμίν, Γκαριφμπακ, και Κολσαρίφ. Ο Μοχαμαντυαρ αναζωπύρωσε τις παραδόσεις της Καζανίτικης ποίησης καιοι στίχοι του ήταν πολύ δημοφιλείς.
Η πόλη Βόλγαρ (ταταρικά: Болгар) διατήρησε τη θέση της ως ένας ιερός τόπος, αλλά μόνο αυτό, λόγω της ανάδυσης του Καζάν ως σημαντικού οικονομικού και πολιτικού κέντρου την δεκαετία 1430.
Αντιπροσωπευτικά της αρχιτεκτονικής του χανάτου ήταν τα κτίσματα από λευκή πέτρα και ξυλόγλυπτα.
↑Ο όρος "μαύρο" στις γλώσσες τωνΤουρκικών φυλών συχνά χρησιμοποιούταν αναφερόμενος σε κοινούς θνητούς, καιδεν θεωρείτο ως φυλετικός χαρακτηρισμός, βλ. επίσης Χαζάροι
Viacheslav Shpakovsky, David Nicolle, Gerry Embleton, Armies of the Volga Bulgars & Khanate of Kazan, 9th–16th centuries, Osprey Men-at-Arms 491 (2013).
Azade-Ayshe Rorlich, Origins of Volga Tatars in: The Volga Tatars, a Profile in National Resilience (1986).