Η περιοχή που σήμερα ονομάζεται Τουρκία έχει κατοικηθεί από τηνΠαλαιολιθική περίοδο, μεταξύ άλλων από διάφορους πολιτισμούς και λαούς όπως Χετταίους, Φρύγες, Λυδούς,Έλληνεςκλπ. Μετά την κατάκτηση από τονΑλέξανδρο τον Μέγα, η περιοχή εξελληνίστηκε, διαδικασία που συνεχίστηκε μετηΡωμαϊκή κυριαρχία καιτη μετάβαση στηΒυζαντινή Αυτοκρατορία. Τον 11ο αιώνα άρχισαν να μεταναστεύουν στην περιοχή οιΣελτζούκοι Τούρκοι, αρχίζοντας τη διαδικασία του εκτουρκισμού καιτουεξισλαμισμού της περιοχής, που επιταχύνθηκε από τη νίκη των Σελτζούκων επί των Βυζαντινών στηΜάχη του Μαντζικέρττο 1071. Το Σελτζουκικό Σουλτανάτο τουΡουμ κυβέρνησε τη Μικρά Ασία μέχρι τηΜογγολική εισβολή το 1243, οπότε διασπάστηκε σε αρκετά μικρά τουρκικά μπειλίκια. Ξεκινώντας από τα τέλη του 13ου αιώνα το μπεϊλίκι των Οσμάνογλου που βρισκόταν γύρω αποτοΘηβάσιουπουονΟσμάν Α΄ συνένωσε τη Μικρά Ασία και δημιούργησε μιααυτοκρατορίαπου περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ακολούθησε την ήττα της κατά τονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τμήματά της καταλήφθηκαν από τους νικητές Συμμάχους με βάση τησυνθήκη των Σεβρώνπου προκάλεσε το ξέσπασμα τουπολέμου της ανεξαρτησίαςπου ξεκίνησε από τονΜουσταφά Κεμάλ Ατατούρκκαι τους συνεργάτες του, είχε ως αποτέλεσμα τηνκατάργησητουχαλιφάτουτην 1η Νοεμβρίου 1922 την ίδρυση της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας στις 29 Οκτωβρίου 1923, μετον Ατατούρκ ως πρώτο πρόεδρο της.
Η Τουρκία είναι κοσμική, ενιαία, συνταγματική δημοκρατία με ποικιλόμορφη πολιτιστική κληρονομιά. Όντας πρώην κοινοβουλευτική δημοκρατία, υιοθέτησε προεδρικό σύστημαμε ένα δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε το 2017. Το νέο προεδρικό σύστημα τέθηκε σε ισχύ με τις τουρκικές προεδρικές εκλογές το 2018. Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι ητουρκική, γλώσσα της τουρκικής γλωσσικής οικογένειας, που μιλιέται ως μητρική γλώσσα από το 85% περίπου του πληθυσμού. Οι Τούρκοι αποτελούν το 70–75% του πληθυσμού. Οι μειονότητες περιλαμβάνουν Κούρδους (18%) και άλλους (7–12%). Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Μουσουλμανική. Η Τουρκία είναι μέλος τουΣυμβουλίου της Ευρώπης, τουΝΑΤΟ, τουΟΟΣΑ, τουΟΑΣΕκαιτου G-20 των μεγαλύτερων οικονομιών. Η Τουρκία ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για πλήρη ένταξη μετηνΕυρωπαϊκή Ένωσητο 2005, όντας συνδεδεμένο μέλος μετηνΕυρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα από το 1963 και έχοντας προσχωρήσει στηνΕυρωπαϊκή Τελωνειακή Ένωσητο 1995. Ενώ οι ενταξιακές της διαπραγματεύσεις έχουν σταματήσει από το 2018, παραμένουν ενεργές έως το 2020 μετη χώρα να εξακολουθεί να διατηρεί το καθεστώς της ως υποψήφια για ένταξη στηνΕΕ.[6]Η Τουρκία είναι επίσης μέλος του Συμβουλίου Συνεργασίας Τουρκόφωνων Κρατών (ιδρύθηκε το 2009), της Διεθνούς Οργάνωσης Τουρκικού Πολιτισμού (ιδρύθηκε το 1993), τουΟργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψηςκαιτου Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας (ιδρύθηκε το 1995). Οι αυξανόμενες διπλωματικές και οικονομικές πρωτοβουλίες της Τουρκίας έχουν οδηγήσει στην αναγνώρισή της ως περιφερειακής δύναμης. Η σημερινή κυβέρνηση της χώρας τουΡετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από τοκόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) έχει προβεί σε ενέργειες που αυξάνουν την επιρροή του Ισλάμ με ταυτόχρονη υπονόμευση της κεμαλικής πολιτικής και της ελευθερίας του Τύπου.[7][8]
Το όνομα της Τουρκίας μπορεί να διαιρεθεί σε δύο συστατικά: το εθνώνυμο Τουρκκαιτην κατάληξη -ία, που σημαίνει «κάτοχος», «χώρα του» ή «σχετικό με». Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του όρου Τουρκ ως ενδωνύμου περιλαμβάνεται στις Παλαιοτουρκικές επιγραφές τωνΓκέκτουρκ (Γαλάζιοι Τούρκοι) της Κεντρικής Ασίας (περ. 8ος αιώνας). Το όνομα Τουρκία χρησιμοποιήθηκε από τοΒυζαντινό αυτοκράτορα και λόγιοΚωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητοστο βιβλίο τουΠρος τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, ανκαι εκεί τοΤούρκοι αναφερόταν επίσης στους Μαγυάρους (Ούγγρους). Παρομοίως η μεσαιωνική Αυτοκρατορία των Χαζάρων, Τουρκόφωνο κράτος στις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας θάλασσας, αναφερόταν ως Τουρκία (Χώρα των Τούρκων) σε Βυζαντινές πηγές. Όμως οι Βυζαντινοί άρχισαν αργότερα να χρησιμοποιούν το όνομα αυτό γιανα ορίσουν τα ελεγχόμενα από τους Σελτζούκους τμήματα της Μικράς Ασίας στους αιώνες που ακολούθησαν τη Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071.
Τοαγγλικό όνομα Turkey πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 14ου αιώνα και προέρχεται από τομεσαιωνικόλατινικόTurchia. Τοαραβικό συγγενές Τουρκίια (تركيا), μετη μορφή Ντάουλα΄αλ Τουρκίια (Κράτος των Τούρκων) χρησιμοποιείτο ιστορικά ως επίσημη ονομασία του μεσαιωνικού Σουλτανάτου των Μαμελούκων (1250 - 1517), που απλωνόταν στηνΑίγυπτο, τηνΠαλαιστίνη, τηΣυρία, τηΧετζάζκαιτηνΚυρηναϊκή. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναφερόταν συχνά μεταξύ των συγχρόνων της ως Τουρκία ή Τουρκική Αυτοκρατορία.
Τον Δεκέμβριο του 2021, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέδωσε εγκύκλιο ζητώντας οι εξαγωγές να φέρουν την ένδειξη «Made in Türkiye». Η εγκύκλιος ανέφερε επίσης ότι σε σχέση με άλλες κυβερνητικές ανακοινώσεις «θα επιδειχθεί απαραίτητη ευαισθησία στη χρήση της φράσης «Türkiye» αντί για φράσεις όπως «Turkey», «Türkei», «Turquie» κ.λπ.». Ο λόγος που δόθηκε στην εγκύκλιο γιατην προτίμηση της Τουρκίας ήταν ότι «αντιπροσωπεύει και εκφράζει την κουλτούρα, τον πολιτισμό και τις αξίες του τουρκικού έθνους μετον καλύτερο τρόπο». Σύμφωνα μετο τουρκικό κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο TRT World, ένας ακόμη λόγος ήταν γιανα αποφευχθεί μια υποτιμητική συσχέτιση μετηγαλοπούλα (turkey), το πτηνό. Τον Ιανουάριο του 2022 αναφέρθηκε ότι η κυβέρνηση σχεδίαζε να εγγράψει την Τουρκία στα Ηνωμένα Έθνη μετην ονομασία Türkiye. Ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου έστειλε επιστολές στονΟΗΕκαισε άλλους διεθνείς οργανισμούς στις 31 Μαΐου 2022, ζητώντας να χρησιμοποιηθεί η ονομασία Türkiye. ΟΟΗΕ συμφώνησε και υλοποίησε το αίτημα αμέσως.[9][10]
Ηχερσόνησος έχει σχήμα περίπου ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, του οποίου το εσωτερικό μέρος είναι ένα οροπέδιο, με μέσο ύψος 1.000 μέτρων. Περιβάλλεται από συνεχείς οροσειρές, που αφήνουν μόνο μερικά ανοίγματα προς τη θάλασσα. Οι οροσειρές αυτές σχηματίστηκαν κατά τηνΑλπική Πτύχωση της Τριτογενούς Εποχής.
Στα βόρεια εκτείνονται παράλληλα μετην παραλία οι Ποντιακές Άλπεις ή οροσειρά του Πόντου, που αρχίζει από τα σύνορα της Ρωσίας και καταλήγει στα στενά του Βοσπόρου. Δυτικά τα βουνά είναι απόκρημνα και σχηματίζουν απότομες ακτές και ακρωτήρια. Ίδη και Τμώλος.
Στα νότια του οροπεδίου εκτείνεται η οροσειρά τουΤαύρου, που συνεχίζεται ανατολικά μετην οροσειρά τουΑντίταυρου. Στον Ταύρο υπάρχει μια χαράδρα, που αποτελεί άνοιγμα προς τα ανατολικά της Τουρκίας. Το άνοιγμα αυτό είναι οι λεγόμενες Πύλες της Κιλικίας, από τις οποίες πέρασε οΜ. Αλέξανδρος πηγαίνοντας γιατηνΙνδία. Ανατολικά το οροπέδιο κλείνεται από τοΧακαρί Νταγλαρί (3.630 μ.), Μεγκενί Νταγλαρί (3.610 μ.) και από το βιβλικό και πάντα χιονισμένο όρος Αραράτ (5.137 μ.), που είναι καιτο υψηλότερο βουνό της Μικράς Ασίας.
Στο κεντρικό οροπέδιο το κλίμα είναι πολύ ξηρό και υπάρχουν στέπες.Οι χειμώνες αντιθέτως είναι δριμείς και μακροί, από τις αρχές Δεκεμβρίου μέχρι καιτον Μάρτιο, με πολύ χιόνι και θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ -10 °C (Άγκυρα, Δορύλαιο, Ικόνιο) και -35 °C (Καρς, Θεοδοσιούπολη, Αρνταχάν). Ηπιο βροχερή εποχή του χρόνου είναι η άνοιξη. Στις στέπες οι κάτοικοι τρέφουν κοπάδια από πρόβατα και καλλιεργούν κυρίως δημητριακά.
Τα βουνά δέχονται πολλές βροχές και είναι σκεπασμένα με δάση, ιδίως η οροσειρά του Πόντου. Οι ακτές, κυρίως προς τον Αιγαίο Πέλαγος καιτη Μεσόγειο θάλασσα, έχουν ήπιο κλίμα, μεσογειακό με πολλές βροχές. Εδώ υπάρχουν εύφορες πεδιάδες, που τις διαρρέουν μικροί ποταμοί. Καλλιεργούνται οπωροφόρα δέντρα, αμπέλια, βαμβάκι, καπνός, ακόμα και ζαχαροκάλαμο.
Εδώ, στα παράλια, ζειτο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Τουρκίας και βρίσκονται οι μεγαλύτερες πόλεις.
Το κλίμα της τον Εύξεινο Πόντο είναι εύκρατο, ωκεάνιο και αρκετά δροσερό και είναι πολύ υγρό όλο τον χρόνο. Η μέση ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται από 1000 mm ως 2500 mm στην περιοχή. Πρόκειται για κάποια από τις υγρότερες περιοχές στο βόρειο ημισφαίριο. Θερμοκρασίες που σπάνια πέφτουν κάτω από –5 °C ή ξεπερνούν τους 30 °C.
Στον Εύξεινο Πόντο χύνονται οΣαγγάριος, 600 περίπου χλμ. μήκους, γνωστός από τις μάχες του ελληνικού στρατού στηΜικρασιατική εκστρατείακαιοΆλυς, που είναι καιο μεγαλύτερος ποταμός της Μ. Ασίας.
ΣτοΑιγαίο Πέλαγος χύνονται ο Έρμος στον κόλπο της Σμύρνης, ο Γκοκσού Νεχρί χύνεται νοτιοδυτικά της Μερσίνας, ο Κύδνος καιο Σεϋμόν Νεχρί, που χύνεται ανατολικά της Ταρσού.
Τουρκικά ποτάμια που χύνονται σεμη ευρωπαϊκές θάλασσες είναι οΕυφράτηςκαιοΤίγρης. Ο Ευφράτης αποχετεύει τα νερά του μεγαλύτερου μέρους τουυψιπέδου της Αρμενίαςκαι εκβάλλει στονΠερσικό Κόλπο ενώ ο Τίγρης αποχετεύει τα νερά του Τουρκικού Κουρδιστάν, πηγάζει από τον Αντίταυρο και χύνεται στον Περσικό κόλπο, αφού προηγουμένως ενωθεί μετον Ευφράτη. Ο Άραξος καθορίζει για αρκετό μήκος τα σύνορα της Τουρκίας και της Αρμενίαςκαι εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα.
Νότια της Προποντίδας σε προσχωσιγενείς λεκάνες βρίσκονται οι λίμνες: Μανυάς, Ουλούμπατ (Απολλωνιάδα) και Ιζνίκ (Ασκανία). Στην Πισιδία: η Εγκριντίρ, η Βεϋσεχίρ καιοι αλμυρές: Μπουρντούρ, Ατσί και Ασκεχίρ. Στο κέντρο του υψιπέδου, κοντά στο Ικόνιο καισε υψόμετρο 900 μέτρων, βρίσκεται ηΤουζ-γκιολού (Αλμυρά Λίμνη) με έκταση 2.500 τετρ. χλμ. Το καλοκαίρι, το μεγαλύτερο μέρος της αποξηραίνεται και αφήνει μεγάλες ποσότητες αλατιού. Στην Ανατολική περιοχή αλμυρή και γεμάτη ψάρια βρίσκεται ηλίμνη Βαν, η μεγαλύτερη λίμνη της χώρας με έκταση 3.755 τετρ. χλμ. καισε ύψος 1.720 μέτρα.
Η χερσόνησος της Ανατολίας ή διαφορετικά ηΜικρά Ασία, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας καταλαμβάνει σήμερα η Τουρκία, αποτελεί μία από τις αρχαιότερες κατοικημένες περιοχές στον κόσμο. Πολλοί Αρχαίοι Μικρασιατικοί πληθυσμοί έχουν ζήσει στη Μικρά Ασία, αρχίζοντας μετηΝεολιθική περίοδο μέχρι την κατάκτησή της από τονΑλέξανδρο τον Μέγα. Πολλοί από αυτούς μιλούσαν τις γλώσσες της Ανατολίας, κλάδο της μεγαλύτερης Ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Στην πραγματικότητα, δεδομένης της αρχαιότητας των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών χεττιτικήςκαι λουβιανικής, μερικοί μελετητές προτείνουν τη Μικρά Ασία ως το υποθετικό κέντρο, από το οποίο εξαπλώθηκαν οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Το ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας, η Ανατολική Θράκη, έχει επίσης κατοικηθεί πριν από σαράντα χιλιάδες χρόνια και μπήκε στη Νεολιθική εποχή περί το 6.000 π.Χ., με τους κατοίκους της να αρχίζουν να ασχολούνται μετη γεωργία. ΤοΓκιομπεκλί Τεπέ είναι η θέση της αρχαιότερης γνωστής ανθρωπογενούς θρησκευτικής κατασκευής, ενός ναού χρονολογούμενου από το 10.000 π.Χ., ενώ τοΤσαταλογιούκ είναι ένας πολύ μεγάλος ΝεολιθικόςκαιΧαλκολιθικός οικισμός στη νότια Μικρά Ασία, που υπήρχε από περίπου το 7.500 π.Χ. μέχρι το 5.700 πΧ. Είναι η μεγαλύτερη και καλύτερα διατηρημένη Νεολιθική θέση, που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα καιτον Ιούλιο του 2012 ενεγράφη ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Ο εποικισμός της περιοχής στηνΤροία ξεκίνησε από τη Νεολιθική Εποχή και συνεχίστηκε στηνΕποχή του Σιδήρου.
Οι αρχαιότεροι καταγεγραμμένοι κάτοικοι της Μικράς Ασίας ήταν οιΧάττικαιοιΧουρρίτες, μη ινδοευρωπαϊκοί λαοί που κατοικούσαν την κεντρική καιτην ανατολική Μικρά Ασία αντίστοιχα από το 2.000 π.Χ. περίπου. Οι Ινδοευρωπαίοι Χετταίοι ήρθαν στη Μικρά Ασία και σταδιακά αφομοίωσαν τους Χάττι και τους Χουρρίτες γύρω στα 2000 με 1700 π.Χ. Η πρώτη μεγάλη αυτοκρατορία στην περιοχή ιδρύθηκε από τους Χετταίους, από τον 18ο έως καιτον 13ο αιώνα π.Χ. ΟιΑσσύριοι κατέλαβαν και αποίκησαν τμήματα της νοτιοανατολικής Τουρκίας από το 1950 π.Χ. μέχρι το 612 π.Χ.
Μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χετταίων περί το 1180 π.Χ. οιΦρύγες, ινδοευρωπαϊκός λαός, κυριάρχησαν στη Μικρά Ασία μέχρι την καταστροφή του βασιλείου τους από τους Κιμμέριουςτον 7ο αιώνα π.Χ. Τα ισχυρότερα διάδοχα κράτη της Φρυγίας ήταν ηΛυδία, ηΚαρίακαιηΛυκία.
Αρχίζοντας γύρω στα 1200 π.Χ. οι ακτές της Μικράς Ασίας κατοικήθηκαν πυκνά από τους ΈλληνεςΑιολείςκαι τους Ίωνες. Από τους αποίκους αυτούς ιδρύθηκαν πολλές σημαντικές πόλεις, όπως ηΜίλητος, ηΈφεσος, ηΣμύρνηκαιτοΒυζάντιο (αργότερα Κωνσταντινούπολη), η τελευταία ιδρυμένη από Έλληνες αποίκους από ταΜέγαρατο 657 π.Χ. Το πρώτο κράτος που ονομάστηκε Αρμενία από τους γειτονικούς λαούς ήταν το Κράτος της Αρμενικής δυναστείας των Οροντιδών, που περιελάμβανε τμήματα της ανατολικής Τουρκίας και ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. Στη Βορειοδυτική Τουρκία, η σημαντικότερη φυλετική ομάδα στη Θράκη ήταν οιΟδρύσες, πουτο βασίλειό τους ιδρύθηκε από τονΤήρη Α΄.
Η Μικρά Ασία κατακτήθηκε από τηνΑυτοκρατορία των Αχαιμενιδώντον 6οκαι 5ο αιώνα π.Χ. και αργότερα από τον Αλέξανδρο τον Μέγα το 334 π.Χ., γεγονός που οδήγησε σε αυξανόμενη πολιτιστική ομογενοποίηση και εξελληνισμό της περιοχής. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.Χ. η Μικρά Ασία διαιρέθηκε αργότερα σε μικρά Ελληνιστικά βασίλεια (μεταξύ αυτών ηΒιθυνία, ηΚαππαδοκία, ηΠέργαμοςκαιοΠόντος), που όλα έγιναν τμήμα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίαςστα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. Η διαδικασία του εξελληνισμού που είχε αρχίσει μετην κατάκτηση του Αλέξανδρου επιταχύνθηκε υπό τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, έτσι ώστε τους πρώτους αιώνες μ.Χ. οι τοπικές γλώσσες και πολιτισμοί της Ανατολίας είχαν εκλείψει και αντικατασταθεί από τα Ελληνικά.
Το 324 μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Α΄ επέλεξε την πόλη τουΒυζαντίουστα στενά τουΒοσπόρου ως τη νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μετονομάζοντάς τηνσεΝέα Ρώμη, μετα μετέπειτα ονόματα Κωνσταντινούποληκαι σήμερα στα τουρκικά Ιστανμπούλπου θεωρείται ότι προέρχεται από την Ελληνική έκφραση εις την πόλιν. Μετά τον θάνατο τουΘεοδόσιου Α΄το 395 και την οριστική διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ανάμεσα στους γιους τουη Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, πουθα κυβερνούσε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της Τουρκίας μέχρι τον Ύστερο Μεσαίωνα.
Ο οίκος τωνΣελτζούκων Τούρκων ήταν ένας κλάδος των τουρκικών φυλών τωνΟγούζων Τούρκωντου Κινίκ, που κατοικούσαν στις παρυφές του Μουσουλμανικού κόσμου, στο Χανάτο των Γιαγκμπού της ομοσπονδίας των Ογούζων, βόρεια της Κασπίαςκαι της Αράληςτον 9ο αιώνα. Τον 10ο αιώνα οι Σελτζούκοι άρχισαν να μεταναστεύουν από την προγονική τους πατρίδα στηνΠερσία, που έγινε ο διοικητικός πυρήνας της Μεγάλης Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων.
Το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα οι Σελτζούκοι άρχισαν να διεισδύουν στις ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας. Το 1071 οι Σελτζούκοι Τούρκοι νίκησαν τους Βυζαντινούς στηΜάχη του Μαντζικέρτ, αρχίζοντας τον εκτουρκισμό της περιοχής. Στη Μικρά Ασία εισήχθησαν η τουρκική γλώσσα καιτο Ισλάμ και σταδιακά εξαπλώθηκαν στην περιοχή και μπήκε σε εξέλιξη η αργή μετάβαση από μία κυρίως Χριστιανική και Ελληνόφωνη Μικρά Ασία σε μία κυρίως Μουσουλμανική και Τουρκόφωνη.
Το1243οι στρατιές των Σελτζούκων νικήθηκαν από τους Μογγόλουςκαιη ισχύς της αυτοκρατορίας τους ελαττώθηκε. Στον απόηχο της μογγολικής εισβολής ένα από τα τουρκικά πριγκιπάτα με κυβερνήτη τον Οσμάν τον Α΄ εξελίχθηκε στους επόμενους δύο αιώνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εκτεινόταν σε όλη τη Μικρά Ασία, σταΒαλκάνια, στονΛεβάντεςκαιτηΒόρεια Αφρική. Το1453οι Οθωμανοί ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσά τηςΚωνσταντινούπολη.
Το 1514 ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ (1512-1520) επεξέτεινε με επιτυχία τα βόρεια και ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, νικώντας τον Σάχη Ισμαήλ Α΄ της δυναστείας των ΣαφαβιδώνστηΜάχη του Τσαλντιράν. Το 1517 ο Σελίμ Α΄ επεξέτεινε την οθωμανική κυριαρχία στηνΑλγερίακαιτηνΑίγυπτοκαι δημιούργησε ναυτική παρουσία στηνΕρυθρά Θάλασσα. Στη συνέχεια ξεκίνησε ανταγωνισμός μεταξύ της Οθωμανικής και της Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας, γιατοποιαθα γίνει κυρίαρχη θαλάσσια δύναμη στονΙνδικό Ωκεανό, με πολλές ναυμαχίες στην Ερυθρά Θάλασσα, τηνΑραβική ΘάλασσακαιτονΠερσικό Κόλπο. Η Πορτογαλική παρουσία στον Ινδικό Ωκεανό θεωρήθηκε ως απειλή γιατο οθωμανικό μονοπώλιο των παλιών εμπορικών δρόμων μεταξύ Άπω Ανατολήςκαι Δυτικής Ευρώπης (που αργότερα ονομάστηκαν συλλογικά Δρόμος του μεταξιού). Αυτό το σημαντικό μονοπώλιο διακυβευόταν όλο και περισσότερο μετά την ανακάλυψη τουΑκρωτηρίου της Καλής Ελπίδας από τον Πορτογάλο εξερευνητή Βαρθολομαίο Ντιάζτο 1488, που είχε σημαντικό αντίκτυπο στην οθωμανική οικονομία.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει. Καθώς σταδιακά συρρικνωνόταν το μέγεθος, η στρατιωτική ισχύς καιο πλούτος της, πολλοί Βαλκάνιοι Μουσουλμάνοι μετανάστευαν στην καρδιά της Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία, μαζί με τους Τσερκέζουςπου διέφυγαν εκεί μετά τηΡωσική κατάκτηση τουΚαυκάσου. Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησε σε άνοδο των εθνικιστικών αισθημάτων μεταξύ των διάφορων υποτελών λαών, πουμετη σειρά της οδήγησε σε αυξημένες εθνικές εντάσεις, που κατά καιρούς ξεσπούσαν βίαια, όπως οι σφαγές του Χαμιντιάν (Αρμενίων 1894-1896).
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε στονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμοστο πλευρό τωνΚεντρικών Δυνάμεωνκαι τελικά ηττήθηκε. Κατά τον πόλεμο, σχεδόν 1,5 εκατ. Αρμένιοι εκτοπίστηκαν και εξοντώθηκαν κατά τηνΑρμενική Γενοκτονία. Η τουρκική κυβέρνηση αρνείται ότι υπήρξε Αρμενική Γενοκτονία και υποστηρίζει ότι οι Αρμένιοι απλώς μετεγκαταστάθηκαν από την ανατολική ζώνη του πολέμου. Μεγάλης κλίμακας σφαγές διαπράχθηκαν επίσης και κατά άλλων μειονοτικών ομάδων της αυτοκρατορίας, όπως οι Έλληνες καιοι Ασσύριοι. Μετά τηΣυνθήκη του Μούδρου στις 30 Οκτωβρίου 1918 οι νικήτριες Συμμαχικές Δυνάμεις απαίτησαν τη διάλυση του οθωμανικού κράτους μετηΣυνθήκη των Σεβρώντο 1920.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς μεπαραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Προσοχή, το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Γιατην σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{πηγές ενότητας|9|10|2024}}
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης στον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε στη δημιουργία του τουρκικού εθνικού κινήματος. Υπό την ηγεσία τουΜουσταφά Κεμάλ Πασά, στρατιωτικού διοικητή που είχε διακριθεί στηνΕκστρατεία της Καλλίπολης, διεξήχθη οΤουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίαςμε στόχο την κατάργηση των όρων της Συνθήκης των Σεβρών. Μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου 1922 όλοι οι στρατοί κατοχής είχαν εκδιωχθεί καιτο τουρκικό καθεστώς με έδρα την Άγκυρα, που είχε αυτοανακηρυχθεί νόμιμη κυβέρνηση της χώρας από τον Απρίλιο του 1920, άρχισε να επισημοποιεί τη νομική μετάβαση από το παλιό οθωμανικό στο νέο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Την 1η Νοεμβρίου το νεοσύστατο κοινοβούλιο κατάργησε επίσημα τονΣουλτανάτο, τερματίζοντας έτσι 623 χρόνια οθωμανικού κράτους. ΗΣυνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 οδήγησε στη διεθνή αναγνώριση της κυριαρχίας της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ως κράτους-συνέχειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καιη δημοκρατία ανακηρύχθηκε επίσημα στις 29 Οκτωβρίου στην Άγκυρα, τη νέα πρωτεύουσα της χώρας. Η Συνθήκη της Λωζάνης προέβλεπε μια ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κατά την οποία 1,1 εκατ. Έλληνες έφυγαν από την Τουρκία γιατην Ελλάδα σε ανταλλαγή με 380.000 Μουσουλμάνους που μεταφέρθηκαν από την Ελλάδα στην Τουρκία. Ο Μουσταφά Κεμάλ έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας καιστη συνέχεια εισήγαγε πολλές ριζικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό τη μεταμόρφωση του παλιού οθωμανικού-τουρκικού κράτους σεμια νέα κοσμική δημοκρατία. Μετον Νόμο του Επωνύμου του 1934 το Τουρκικό Κοινοβούλιο απένειμε στον Μουσταφά Κεμάλ το τιμητικό επώνυμο Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων).
Η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη στο μεγαλύτερο μέρος τουΒ΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά μπήκε στην τελική φάση του πολέμου στο πλευρό τωνΣυμμάχων στις 23 Φεβρουαρίου 1945. Στις 26 Ιουνίου 1945 η Τουρκία έγινε ιδρυτικό μέλος των Ηνωμένων Εθνών. Η Τουρκία (μαζί μετην Ελλάδα) συμπεριλήφθηκαν στοΣχέδιο ΜάρσαλκαιστονΟΟΣΑγιατην ανοικοδόμηση των ευρωπαϊκών οικονομιών το 1948 και στη συνέχεια έγιναν ιδρυτικά μέλη τουΟΟΣΑτο 1961.
Η περίοδος του μονοκομματισμού τερματίστηκε το 1945. Ακολούθησε μια ταραχώδης μετάβαση στην πολυκομματική δημοκρατία τις επόμενες δεκαετίες, που διακόπηκε από στρατιωτικά πραξικοπήματατο 1960, το 1971, το 1980 και το 1997. Μετά τη φιλελευθεροποίηση της τουρκικής οικονομίας τη δεκαετία του 1980 η χώρα έχει πετύχει εντονότερη οικονομική ανάπτυξη και μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα. Τη νύχτα της 15ης προς 16η Ιουλίου 2016 εκδηλώθηκε απόπειρα πραξικόπηματοςτο οποίο δεν επέτυχε τον στόχο του, που ήταν η ανατροπή του Ερντογάν. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα έγινε τοσυνταγματικό δημοψήφισμα το 2017για αλλαγή του πολιτεύματος σε προεδρική δημοκρατία, όπως κι έγινε.
Η Τουρκία έχει το 15ο μεγαλύτερο ΑΕΠσεΜΑΔκαιτο17ο μεγαλύτερο ονομαστικό ΑΕΠ. Η χώρα είναι από τα ιδρυτικά μέλη τουΟΟΣΑκαιτων μεγάλων οικονομιών του G-20. Κατά τις δέκα πρώτες δεκαετίες της δημοκρατίας, μεταξύ 1923 και 1983, η Τουρκία είχε προσκολληθεί σεμια οιονεί κρατικίστικη προσέγγιση με αυστηρό κυβερνητικό σχεδιασμό του προϋπολογισμού, με κυβερνητικά επιβαλλόμενους περιορισμούς στη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, στο εξωτερικό εμπόριο, τη ροή ξένου συναλλάγματος και τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Όμως το 1983 ο Πρωθυπουργός Τουργκούτ Οζάλ ξεκίνησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων σχεδιάζοντας να μεταλλάξει την οικονομία από ένα κρατικίστικο σύστημα απομονωτισμού σε ένα μοντέλο περισσότερο του ιδιωτικού τομέα βασιζόμενο στην αγορά.
Οι μεταρρυθμίσεις, συνδυασμένες με άνευ προηγουμένου ποσά ξένων δανείων, έδωσαν ώθηση σε ταχεία οικονομική ανάπτυξη, που όμως χαρακτηρίστηκε από έντονες υφέσεις και οικονομικές κρίσεις το 1994, το 1999 (που ακολούθησε τον σεισμό εκείνης της χρονιάς) καιτο 2001, με αποτέλεσμα μια μέση ετήσια ανάπτυξη τουΑΕΠ 4% μεταξύ 1981 και 2003. Η έλλειψη πρόσθετων δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, συνδυασμένη με μεγάλα και αυξανόμενα ελλείμματα τουδημόσιου τομέακαι εκτεταμένη διαφθορά είχαν ως αποτέλεσμα υψηλό πληθωρισμό, αδύνατο τραπεζικό τομέα και αυξανόμενη μακροοικονομική αστάθεια. Μετά την οικονομική κρίση του 2001 και τις μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν από τον τότε υπουργό οικονομικών Κεμάλ Ντερβίς, ο πληθωρισμός έπεσε σε μονοψήφιους αριθμούς, πολλαπλασιάστηκε η επενδυτική εμπιστοσύνη καιοι ξένες επενδύσεις και μειώθηκε η ανεργία.
Κωνσταντινούπολη, η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας και οικονομική καρδιά της χώρας. Οι ουρανοξύστες στο Σισλί είναι στα αριστερά καιστο μέσο, ενώ εκείνοι του επιχειρηματικού κέντρου Λεβέντ στα δεξιά. Σε πρώτο πλάνο η ιστορική χερσόνησος της πόλης
Η Τελωνειακή Ένωση Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1996, οδήγησε σε εκτεταμένη απελευθέρωση των δασμών και αποτελεί τον πυλώνα της εμπορικής πολιτικής της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει σταδιακά ανοίξει τις αγορές της μέσω οικονομικών μεταρρυθμίσεων μειώνοντας τους κυβερνητικούς ελέγχους στο εξωτερικό εμπόριο και τις επενδύσεις και της ιδιωτικοποίησης βιομηχανιών που ανήκαν στο δημόσιο και έχει συνεχιστεί το άνοιγμα πολλών τομέων στην ιδιωτική και ξένη συμμετοχή, εν μέσω πολιτικού διαλόγου. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό τουΑΕΠ κορυφώθηκε στο 75,9% κατά την ύφεση του 2001, πέφτοντας σε εκτιμώμενο 26,9% το 2013.
Το μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης τουΑΕΠ από το 2002 έως το 2007 ήταν 6,8%, κάνοντας την Τουρκία μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες αυτή την περίοδο. Εντούτοις η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε στο 1% το 2008, καιτο 2009 η τουρκική οικονομία επηρεάστηκε από τηνπαγκόσμια οικονομική κρίσημε ύφεση 5%. Η οικονομία επέστρεψε σε ανάπτυξη 8% το 2010. Σύμφωνα μετα δεδομένα της Eurostatτο τουρκικό κατά κεφαλή ΑΕΠσε αγοραστική δύναμη βρισκόταν στο 52% του μέσου της ΕΕτο 2011.
Τα πρώτα χρόνια του αιώνα ο χρόνια υψηλός πληθωρισμός τέθηκε υπό έλεγχο και αυτό οδήγησε στην εισαγωγή νέου νομίσματος, της τουρκικής νέας λίραςτην 1η Ιανουαρίου 2005, γιανα εδραιωθεί η επιτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων καινα απαλειφθούν τα κατάλοιπα μιας ασταθούς οικονομίας. Την 1η Ιανουαρίου 2009 η νέα τουρκική λίρα ξαναονομάστηκε τουρκική λίρα μετην εισαγωγή νέων χαρτονομισμάτων και νομισμάτων. Αποτέλεσμα των συνεχών οικονομικών μεταρρυθμίσεων ήταν η πτώση του πληθωρισμού στο 8% το 2005 και του ποσοστού ανεργίας στο 10%.
Ο τουρισμός στην Τουρκία έχει γνωρίσει ταχεία ανάπτυξη τα τελευταία είκοσι χρόνια και αποτελεί σημαντικό κομμάτι της οικονομίας. Το 2011 αφίχθησαν στην Τουρκία 33,3 εκατ. ξένοι επισκέπτες, κάνοντας τη χώρα τονέκτο δημοφιλέστερο τουριστικό προορισμό στον κόσμο, και συνέβαλαν στα έσοδα της Τουρκίας με 23 εκατ. $. Άλλοι βασικοί τομείς της τουρκικής οικονομίας είναι οι τράπεζες, οι κατασκευές, οι οικιακές συσκευές, τα ηλεκτρονικά, τα υφάσματα, η διύλιση πετρελαίου, τα πετροχημικά προϊόντα, τα τρόφιμα, οι εξορύξεις, ο σίδηρος καιο χάλυβας καιη βιομηχανία μηχανών και αυτοκινήτων. Η Τουρκία έχει μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία, που παρήγαγε 1.072.339 αυτοκίνητα το 2012, κατατασσόμενη 16η παραγωγός στον κόσμο.
Η τουρκική ναυπηγική βιομηχανία πραγματοποίησε εξαγωγές αξίας 1,2 δισ. $ το 2011. Οι μεγαλύτερες αγορές εξαγωγών είναι η Μάλτα, τα Νησιά Μάρσαλ, ο Παναμάς καιη Μεγάλη Βρετανία. Τα τουρκικά ναυπηγεία έχουν 15 πλωτές δεξαμενές διαφόρων μεγεθών και μία ξηρά. Η Tύζλα, ηΓιάλοβακαιηΙζμίτ έχουν αναπτυχθεί σε δυναμικά ναυπηγικά κέντρα. Το 2011 λειτουργούσαν στην Τουρκία 70 ναυπηγεία, ενώ ήταν υπό κατασκευή άλλα 56. Τα τουρκικά ναυπηγεία θεωρούνται υψηλά στην παγκόσμια κατάταξη στην κατασκευή δεξαμενοπλοίων μεταφοράς χημικών προϊόντων και πετρελαίου μέχρι 10.000 dwt. Τα τουρκικά ναυπηγεία θεωρούνται επίσης αξιόπιστα στην κατασκευή μεγάλων θαλαμηγών.
Το 2010 ο γεωργικός τομέας αντιπροσώπευε το 9% τουΑΕΠ, ενώ ο βιομηχανικός το 26% καιο τομέας των υπηρεσιών το 65%. Εντούτοις η γεωργία αντιπροσώπευε ακόμη το 24,7% της απασχόλησης. Το 2004 είχε εκτιμηθεί ότι το 46% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος λαμβανόταν από το κορυφαίο 20% των εχόντων εισόδημα, ενώ το κατώτερο 20% λάμβανε το 6%. Το ποσοστό απασχόλησης γυναικών στην Τουρκία ήταν 29,5% το 2012, το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών τουΟΟΣΑ.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις ήταν 8,2 δισ. $ το 2012 και αναμένεται να αυξηθούν στα 15 δισ. το 2013. Το 2012 ο Οίκος Φιτς αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας μετά από 18 χρόνια και ακολούθησε αναβάθμιση από τη Μούντις τον Μάιο του 2013.
Το 2009 οι εξαγωγές ήταν 110 δισ. $ καιτο 2010 117 δισ. (κυρίως προς Γερμανία 10%, Γαλλία 6%, Μ. Βρετανία 6%, Ιταλία 6%, Ιράκ 5%). Εντούτοις μεγαλύτερες εισαγωγές που έφτασαν τα 166 δισ. $ το 2010 (κυρίως από Ρωσία 10%, Γερμανία 10%, Κίνα 9%, ΗΠΑ 6%, Ιταλία 5%, Γαλλία 5%) διεύρυναν απειλητικά το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.
Τη δεκαετία 2003-2013 η κατανάλωση ενέργειας έχει αυξηθεί από 130 δισ. κιλοβατώρεςσε 240 δισ. Καθώς η Τουρκία εισήγαγε το 2013 το 72% της ενέργειάς της, η κυβέρνηση αποφάσισε να επενδύσει στην πυρηνική ενέργεια γιανα μειώσει τις εισαγωγές. Προγραμματίζονται να κατασκευασθούν τρεις σταθμοί πυρηνικής ενέργειας μέχρι το 2023.
Η παραλία του Αιγαίου υπήρξε πάντοτε η περισσότερο ανεπτυγμένη περιοχή της Μικράς Ασίας, γιατί δέχεται την ευεργετική επίδραση των δυτικών ανέμων του Αιγαίου, οι οποίοι διαμορφώνουν κλίμα μεσογειακό, με αρκετές βροχοπτώσεις τον χειμώνα και ξηρασία το καλοκαίρι. Στονκόλπο του Αδραμυττίου γίνεται η μεγαλύτερη καλλιέργεια ελαιών ενώ, νοτιότερα, και κατά μήκος όλης της παραλίας μέχρι καιτη στενή ζώνη της Καρίας εκτείνεται ο «Κήπος της Τουρκίας». Οι παραλιακές πεδιάδες καιοι κοιλάδες μεταξύ των ενδιάμεσων οροσειρών της Λυδίας, που έχουν κατεύθυνση κάθετη προς τις ακτές, επιτρέπουν στους υγρούς θαλάσσιους ανέμους να εισέρχονται βαθιά στο οροπέδιο καινα δημιουργούν περιοχές μεταβατικού κλίματος, από την πλούσια παραλιακή ζώνη προς την περιοχή του οροπεδίου. Εδώ καλλιεργούνται δημητριακά, ρύζι, καπνός, αμπέλια, ιδιαίτερα σταφίδα σουλτανίνα, ελιές, βαμβάκι, καννάβι, ηλιόσπορος, γλυκόριζα και τριανταφυλλιές (ρόδα), από τις οποίες παράγεται ροδέλαιο.
Στο εσωτερικό υπάρχουν κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος και λιγνίτη.
Κωνσταντινούπολη
Η παραλιακή ζώνη του Εύξεινου Πόντου παρουσιάζει μικρό διαμελισμό. Κατά τόπους σχηματίζονται μικρές κλιμακωτές προς τη θάλασσα περιοχές, όπως και διάφορες κοιλάδες, οι οποίες εισέρχονται στο εσωτερικό των ορεινών όγκων. Χαρακτηριστικό της ζώνης αυτής είναι οι μεγάλες βροχοπτώσεις (900-1.200 χλμ.), που συντελούν στην ανάπτυξη των πυκνών δασών. Καλλιεργούνται στα μέρη αυτά, καπνός, τσάι, λαχανικά, φουντουκιές, αμυγδαλιές, καρυδιές και οπωροφόρα. ΟΕύξεινος Πόντος, παρόλο που είναι μια κλειστή θάλασσα, είναι συχνά τρικυμιώδης καιτα λιμάνια του είναι επισφαλή.
Στη νότια Τουρκία η Οροσειρά του Ταύρου και Αντίταυρου δεν απλώνεται απότομα προς τη θάλασσα, αλλά δημιουργεί διάφορες πεδιάδες, όπως της Αττάλειας και της Κιλικίας. Η πεδιάδα της Κιλικίας επικοινωνεί μετο εσωτερικό οροπέδιο της Ανατολίας διαμέσου της «Πύλης της Κιλικίας». Η δίοδος αυτή έχει παίξει σπουδαίο ρόλο στη διακίνηση των λαών. Η μεγάλη βροχόπτωση στην περιοχή αυτή ευνοεί την ανάπτυξη δασών (πλατάνια, δρυς, οξιές, κέδρα, πεύκα και καρυδιές).
Η Αρμενία, μετο υψίπεδό της, εξαιτίας του ότι βρίσκεται σε απομακρυσμένη περιοχή, παραμένει περιοχή καθαρά αγροτική και κτηνοτροφική. Το Τουρκικό Κουρδιστάν που βρίσκεται νότια του Αρμενικού υψιπέδου, είναι περιοχή φτωχή και αραιοκατοικημένη. Έχει όμως μεγάλο υπόγειο πλούτο, που της δίνει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί.
Ο ορυκτός πλούτος της Τουρκίας είναι σημαντικός, αλλά αφενός μενδεν έχει πλήρως ερευνηθεί ενώ, από την άλλη πλευρά, είναι διεσπαρμένος σε διάφορα σημεία καιοι κακές συγκοινωνίες δυσκολεύουν τόσο την έρευνα όσο καιτην εκμετάλλευσή του[11]. Διαθέτει λιθάνθρακες μέτριας ποιότητας, πετρέλαιοσε περιορισμένες ποσότητες και σιδηρομεταλλεύματα. Μεγάλης οικονομικής σημασίας είναι τα μεταλλεύματα χρωμίου (χρωμίτης). Διαθέτει επίσης χαλκό, μόλυβδο, ψευδάργυρο, αντιμόνιο, μαγγάνιο, βόριοκ.ά.
Ολιγνίτης αποτελεί τηνπιο σημαντική πηγή ενέργειας γιατην Τουρκία καιτα συνολικά του αποθέματα υπολογίζονται στα 8 δις τόνους. Όσον αφορά τα βιομηχανικά ορυκτά, τοβόριο είναι τοπιο σημαντικό εξαγωγικό ορυκτό της Τουρκίας. Η Τουρκία θεωρείται "συνώνυμη" μετα ορυκτά του βορίου παγκοσμίως, διαθέτοντας τις 4 από τις 13 επιχειρήσεις εξόρυξης βορίου στον κόσμο, καιτα τουρκικά αποθέματα αποτελούν το 72% των παγκοσμίων αποθεμάτων (περίπου 3,05 δισ. τόν.)[11].
Πολύ σημαντική είναι επίσης η παραγωγή χρυσούγιατον οποίο το Τουρκικό αποθεματικό δυναμικό ξεπερνά τους 6.500 τόν. χρυσού. Υπήρξε μια σταθερή αύξηση στην εξορυσσόμενη ποσότητα του χρυσού από τότε που ξεκίνησε η εξόρυξη του χρυσού (2000-2001), όταν ήταν μόλις 1,4 τόνους. Η συνολική ποσότητα του χρυσού που αθροιστικά έχει εξορυχθεί από κοιτάσματα στο έδαφος της Τουρκίας μέσα σεμια δεκαετία έχει ξεπεράσει τους 106,5 τόνους[12]. Υπάρχουν εννέα τουλάχιστον λειτουργούντα ορυχεία στην Τουρκία. Το ορυχείο του Κισλαντάγ, που χωροθετείται στην επαρχία Ουσάκ, όπου γίνεται εξόρυξη πορφυριτικού πολυμεταλλικού χρυσοφόρου μεταλλεύματος, αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό χρυσού στην Τουρκία καιτο μεγαλύτερο ορυχείο χρυσού στην Ευρώπη[13].
Η Τουρκία διαθέτει σιδηροδρομικό δίκτυο με σημαντικότερη γραμμή τη γραμμή από Κεντρική Ευρώπη - Κωνσταντινούπολη - Δορύλαιο - Άγκυρα - Άδανα - Βαγδάτηκαι δεύτερη γραμμή προς τηνΆγκυρα - Θεοδοσιούπολη - Τιφλίδα. Το οδικό της δίκτυο είναι μέτρια αναπτυγμένο, ιδιαίτερα στο ηπειρωτικό εσωτερικό. Διαθέτει πλήρες αεροπορικό εσωτερικό δίκτυο, καθώς καιγιατο εξωτερικό. Επίσης, διαθέτει και θαλάσσιες συγκοινωνίες. Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Η τελευταία επίσημη απογραφή το 2000 κατέγραψε συνολικό πληθυσμό της χώρας 67.803.927 κατοίκους, ενώ σύμφωνα με κρατικές εκτιμήσεις ο πληθυσμός της χώρας ήταν 82.003.882[2] κάτοικοι το 2018, σχεδόν τα τρία τέταρτα των οποίων ζούσαν σεαστικές περιοχές. Σύμφωνα μετην εκτίμηση του 2011 ο πληθυσμός αυξάνεται κατά 1,35% ετησίως. Η Τουρκία έχει μέση πυκνότητα πληθυσμού 104,7 κατοίκους ανά τ.χλμ. Τα άτομα της ηλικιακής ομάδας 15-64 αποτελούν το 67,4% του συνολικού πληθυσμού, η ομάδα 0-14 το 25,3%, με τους ηλικιωμένους 65 ετών και άνω να αποτελούν το 7,3%. Το 1927, όταν έγινε η πρώτη επίσημη απογραφή στη Δημοκρατία της Τουρκίας, ο πληθυσμός ήταν 13,6 εκατομμύρια.
ΟιΚούρδοι, μια ξεχωριστή εθνική ομάδα, συγκεντρωμένη κυρίως στις νοτιοανατολικές επαρχίες της χώρας, είναι η μεγαλύτερη μη τουρκική εθνότητα, με διάφορες εκτιμήσεις γύρω από το 18%. Οι μειονότητες εκτός των Κούρδων θεωρείται ότι αποτελούν κατ' εκτίμηση το 7-12% του πληθυσμού. Οι μειονότητες πέραν των τριών επίσημα αναγνωρισμένων δεν έχουν ιδιαίτερα μειονοτικά δικαιώματα, ενώ ο ίδιος ο όρος μειονότητα παραμένει στην Τουρκία ευαίσθητο ζήτημα καιη Κυβέρνηση της Τουρκίας συχνά επικρίνεται γιατηνεκ μέρους της μεταχείριση των μειονοτήτων, μετο Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων να δηλώνει το 2012: Το «δημοκρατικό άνοιγμα» της κυβέρνησης, που ανακοινώθηκε το καλοκαίρι του 2009 και αφορούσε τα μειονοτικά δικαιώματα των Κούρδων της Τουρκίας, δεν προχώρησε.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα αξιόπιστα στοιχεία γιατην εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού, γιατί τουρκικά στοιχεία της απογραφής δεν περιλαμβάνουν στατιστικά γιατην εθνικότητα.
Η τουρκική κυβέρνηση έχει δεχθεί πάνω από 400.000 Σύρους πρόσφυγες.
Οι πληθυσμοί είναι κατά εκτίμηση του Δεκεμβρίου 2021[15]
Πρωτεύουσα της Τουρκίας, αλλά δεύτερη σε πληθυσμό, είναι ηΆγκυραμε 4.875.803 κατοίκους. Είναι κτισμένη στο κέντρο του οροπεδίου της Ανατολίας σε μικρή απόσταση από τη θέση της αρχαίας Χετταϊκής Ακρόπολης, όπου ήταν σταυροδρόμι περάσματος καραβανιών.
Η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας είναι ηΚωνσταντινούπολη, με πληθυσμό 15.969.958 κατοίκους. Η σημερινή πόλη αποτελείται βασικά από τέσσερα τμήματα: Την παλαιά Πόλη, που έχει χτιστεί σεμια μικρή χερσόνησο μεταξύ Προποντίδαςκαι Κερατίου Κόλπου, εκεί όπου βρισκόταν το αρχαίο Βυζάντιο, τη Νέα Πόλη (Γαλατάς και Πέραν), τις εξωτερικές συνοικίες μαζί μετα περίχωρα, καιτο τμήμα που βρίσκεται στο ασιατικό έδαφος. Στην παλιά πόλη, που έχει κτιστεί σε επτά λόφους, όπως καιηαρχαία Ρώμη, βρίσκονται οΝαός της Αγίας Σοφίας, πολλά βυζαντινά μνημεία, τεμένη, ανάκτορα των σουλτάνων, το πανεπιστήμιο καιη ιστορική ελληνική συνοικία τουΦαναρίου, όπου είναι καιτοελληνικό Πατριαρχείο. Τη νέα καιτην παλιά πόλη συνδέουν δύο μεγάλες γέφυρες, η γέφυρα του Γαλατά καιη γέφυρα του Ατατούρκ.
ΗΣμύρνη είναι η τρίτη πόλη της Τουρκίας σε πληθυσμό με 3.531.414 κατοίκους. Είναι χτισμένη στον μυχό του ομώνυμου κόλπου, στο νότιο άκρο μιας γόνιμης προσχωματικής πεδιάδας. Πριντο 1922 στη Σμύρνη υπήρχε αρκετό ελληνικό στοιχείο, που κρατούσε όλη την εμπορική κίνηση της πόλης καιτου λιμανιού. Γνωστή είναι από την ιστορία, η καταστροφή καιη πυρπόληση της Σμύρνης.
ΗΠρούσα (1.925.900 κατ.) στους πρόποδες του Ολύμπου, είναι παλιό κέντρο μεταξοβιομηχανίας. Υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα του Οσμανικού κράτους. Τα πολλά τεμένη, οι τάφοι των σουλτάνων καιτο μαυσωλείο του Σουλτάν Ομάν της δίνουν έντονο μουσουλμανικό χρώμα.
ΤαΆδανα (1.715.226 κατ.), με βιομηχανία αγροτικών προϊόντων της πλούσιας πεδιάδας. ΤοΓκαζιαντέπ (1.626.415 κατ.), τοΙκόνιο (1.268.915 κατ.), από τις λαμπρότερες τουρκικές πόλεις, ηΑττάλεια (1.194.204 κατ.), τοΝτιγιάρμπακιρ (1.010.032 κατ.), ηΜερσίνη (974.091 κατ.) καιηΚαισάρεια (929.712 κατ.), ηΑμάσεια (112.194 κατ.), πατρίδα τουΣτράβωνα. ΤοΕσκισεχίρ (746.536 κατ.), συγκοινωνιακός κόμβος, βρίσκεται σε εύφορη γεωργική περιοχή, με σχετική βιομηχανία. ΗΣαμψούντα (595.373 κατ.), λιμάνι εξαγωγής καπνών, ηΚερασούντα (113.761 κατ.), λιμάνι εξαγωγής ξηρών καρπών. ΗΣινώπη (41.916 κατ.), αρχαία ελληνική αποικία, πατρίδα του φιλόσοφου Διογένη. ΗΑλεξανδρέττα (186.971 κατ.), παλιό λιμάνι διαμετακομιστικού εμπορίου. Χρησιμοποιείται σήμερα από τους Τούρκους ως ναύσταθμος της Ανατολικής Μεσογείου. ΤοΑφιόν Καραχισάρ (231.983 κατ.), που ήταν το τελευταίο θέατρο μεγάλων μαχών του ελληνικού στρατού στη Μικρασιατική εκστρατεία. ΤοΕρζερούμ (409.253 κατ.), η μεγαλύτερη πόλη της τουρκικής Αρμενίας.
Η Τουρκία είναι κοσμικό κράτος χωρίς επίσημη θρησκεία, που προβλέπει ελευθερία της θρησκείαςκαι της συνείδησης. ΤοΙσλάμ θεωρείται η επικρατούσα θρησκεία της Τουρκίας, υπερβαίνοντας το 99%[εκκρεμεί παραπομπή], αν συμπεριληφθούν οιΑλεβίτες[Σημ. 1]καιοι λαϊκοί Μουσουλμανικής καταγωγής με δημοφιλέστερο δόγμα τη Χαναφιτική σχολή τουΣουνιτικού Ισλάμ. Η ανώτερη Ισλαμική θρησκευτική αρχή είναι η Προεδρία Θρησκευτικών Υποθέσεων (τουρκικά: Diyanet İşleri Başkanlığı), που ερμηνεύει τη Χανεφιτική σχολή του δικαίου και είναι υπεύθυνη γιανα ρυθμίζει τη λειτουργία των 80.000 καταγεγραμμένων τζαμιών της χώρας καιγιατην απασχόληση των τοπικών και επαρχιακών ιμάμηδων. Πανεπιστημιακοί κύκλοι εκτιμούν ότι ο πληθυσμός τωνΑλεβιτών κυμαίνεται μεταξύ 8 και 15 εκατομμυρίων(9-18% του πληθυσμού της χώρας). Σύμφωνα μετο περιοδικό Aksiyon ο αριθμός τωνΣιιτών (εκτός από τους Αλεβίτες) είναι 3 εκατομμύρια (4,2%). Υπάρχουν επίσης ορισμένοι οπαδοί τουΣουφισμού. Περίπου 2% είναι ανένταχτοι Μουσουλμάνοι.
Το ποσοστό τωνμη Μουσουλμάνων στην Τουρκία είχε πέσει από 19,1% το 1914 σε 2,5% τo 1927. Σήμερα υπάρχουν περίπου 120.000 άτομα διάφορων Χριστιανικών δογμάτων, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από 0,2% του πληθυσμού της Τουρκίας: από αυτούς 80.000 Ανατολικοί Ορθόδοξοι, 35.000 Ρωμαιοκαθολικοί, 5.000 Ελληνορθόδοξοι, 2.366 Μάρτυρες του Ιεχωβά[16]και μικρότερος αριθμός Προτεσταντών. Επίσης υπάρχουν και 319 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[17]. Σήμερα λειτουργούν στην Τουρκία 236 εκκλησίες. ΗΟρθόδοξη Εκκλησία έχει τηνέδρα της στην Κωνσταντινούπολη από τον 4ο αιώνα.
Υπάρχουν ακόμη 26.000 Εβραίοι, η μεγάλη πλειοψηφία τους Σεφαρδίτες. ΗΜπαχάι Πίστηστην Τουρκία έχει τις ρίζες της στον ιδρυτή της Μπαχαουλάχ, που είχε εξοριστεί στην Κωνσταντινούπολη από τις οθωμανικές αρχές.
Ο ρόλος της θρησκείας είναι ζήτημα αμφιλεγόμενο όλα τα χρόνια μετά τη δημιουργία Ισλαμικών κομμάτων. Η μαντήλα ήταν απαγορευμένη στα πανεπιστήμια καιτα δημόσια ή κυβερνητικά κτίρια, καθώς ορισμένοι τη θεωρούν σύμβολο του Ισλάμ - η απόγορευση άρθηκε σταδιακά την περίοδο 2007-2014. Σε μία έρευνα του Πανεπιστήμιου του Βοσπόρου το 60,4% των ερωτηθέντων γυναικών ότι καλύπτουν το κεφάλι τους (το 1,3% ανέφερε τσαντόρ), ανκαι αυτό το ποσοστό μειώνεται σε αρκετές δημογραφικές κατηγορίες: 51% στις ηλικίες 18-29, 35,5% σε απόφοιτους πανεπιστημίου, 25,1% σε κατόχους μεταπτυχιακού. Υπάρχουν επίσης τοπικές διαφοροποιήσεις, με 57,3% των γυναικών στην Κωνσταντινούπολη να αναφέρουν ότι καλύπτουν τα μαλλιά τους. Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 58,2% στην Άγκυρα, 32,5% στη Σμύρνη, 64,4% στην Προύσα, 85,3% στο Ικόνιο, 75,7% στο Ντιγιαρμπακίρ, 73,1% στην Τραπεζούντα, 37,7% στην Αττάλεια, 31,6% στην Αδριανούπολη κ.λπ.
Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε σε όλη την Τουρκία το 2007 9,7% αυτοκαθορίζονται ως απολύτως θρήσκα άτομα τηρώντας όλες τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις (απολύτως θρήσκοι), 52,8% ως θρησκευόμενα άτομα που προσπαθούν να τηρούν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις (θρησκευόμενοι), 34,3% ως πιστοί πουδεν τηρούν θρησκευτικές υποχρεώσεις (πιστοί), 2,3% ότι δεν πιστεύουν σε θρησκευτικές υποχρεώσεις (μη πιστοί - αγνωστικιστές) και 0,9% χωρίς θρησκευτική πίστη (άθεοι).
Σύμφωνα μετο δεύτερο κύμα από την κοινή ελληνο-τουρκικη έρευνα της ΔΙΑΝΕΟΣΗΣ/ΕΛΙΑΜΕΠ και Konda που πραγματοποίησαν σε Ελλάδα και Τουρκία που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 2021 το 5,6% εκπληρωνει πλήρως όλες τις υποχρεώσεις καιτα τελετουργικά της θρησκείας (απόλυτα ευσεβής), το 53,3% προσπαθεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις καιτα τελετουργικά της θρησκείας (ασκούμενος θρησκευόμενος), το 32,9% πιστεύει σε υποχρεώσεις και τελετουργικά της θρησκείας αλλά δεντα εκπληρώνει επαρκώς/πλήρως (μη ασκούμενος θρησκευόμενος), το 2,1% δεν πιστεύει σε υποχρεώσεις και τελετουργικά της θρησκείας (Θεϊστές, μη θρησκευόμενος) καιτο 4,1% δεν πιστεύει στη θρησκεία γενικά (άθεος).
Η Τουρκία έχει πολυποίκιλο πολιτισμό, που είναι ένας συνδυασμός Tουρκομανικού, Μικρασιατικού, οθωμανικού (πουκαι ίδιος ήταν μια συνέχεια τόσο τουελληνορωμαϊκού όσο καιτου ισλαμικού πολιτισμού) καιτουΔυτικού πολιτισμούκαι παραδόσεων, που ξεκίνησε μετηΔυτικοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίαςκαι συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Αυτό το μείγμα ξεκίνησε αρχικά ως αποτέλεσμα της επαφής των Τούρκων καιτου πολιτισμού τους με εκείνους των λαών που βρέθηκαν στον δρόμο τους κατά τη μετανάστευσή τους από την Κεντρική Ασία προς τη Δύση.
Καθώς η Τουρκία μετασχηματίστηκε με επιτυχία από τη βασισμένη στη θρησκεία παλιά Οθωμανική Αυτοκρατορία σε ένα σύγχρονο έθνος-κράτος με πολύ έντονο διαχωρισμό κράτους και θρησκείας, ακολούθησε μια αύξηση των τρόπων καλλιτεχνικής έκφρασης. Τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας η κυβέρνηση επενδυσε πολλούς οικονομικούς πόρους στις καλές τέχνες, όπως μουσεία, θέατρα, όπερες και αρχιτεκτονική. Ποικίλοι ιστορικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της σύγχρονης τουρκικής ταυτότητας. Ο τουρκικός πολιτισμός είναι το προϊόν των προσπαθειών να γίνει ένα σύγχρονο Δυτικό κράτος, διατηρώντας παραδοσιακές θρησκευτικές και ιστορικές αξίες. Το μείγμα πολιτιστικών επιρροών απεικονίζεται, για παράδειγμα, μετη μορφή τωννέων συμβόλων σύγκρουσης και συνύφανσης των πολιτισμώνστα έργα τουΟρχάν Παμούκ, παραλήπτη τουΒραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίαςτου 2006.
Η τουρκική μουσική και λογοτεχνία αποτελούν εξαιρετικά παραδείγματα μιας τέτοιας μείξης πολιτιστικών επιρροών, που ήταν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καιτου Ισλαμικού κόσμου μετην Ευρώπη, συμβάλλοντας έτσι σε ένα μείγμα τουρκικών, ισλαμικών και ευρωπαϊκών παραδόσεων στη σημερινή τουρκική μουσική και λογοτεχνία. Η τουρκική λογοτεχνία επηρεάσθηκε σε μεγάλο βαθμό από την Περσική καιτην Αραβική λογοτεχνία στο μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής εποχής, ανκαι προς το τέλος της, ιδιαίτερα μετά την περίοδο τουΤανζιμάτ, έγινε όλο και περισσότερο αισθητή η επιρροή τόσο της λαϊκής τουρκικής όσο και της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης. Οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1839-1876) επέφεραν αλλαγές στη γλώσσα της γραπτής οθωμανικής λογοτεχνίας και εισήγαγαν άγνωστα μέχρι τότε Δυτικά είδη, όπως το μυθιστόρημα καιτο διήγημα.
Πολλοί συγγραφείς της περιόδου του Τανζιμάτ έγραφαν συγχρόνως σε αρκετά διαφορετικά είδη. Για παράδειγμα ο ποιητής Ναμίκ Κεμάλ έγραψε επίσης το 1876 το σημαντικό μυθιστόρημα İntibâh («Ξύπνημα»), ενώ ο δημοσιογράφος Σινασί αναφέρεται ως συγγραφέας, το 1860, του πρώτου σύγχρονου θεατρικού έργου, της μονόπρακτης κωμωδίας Şair Evlenmesi («Ο Γάμος του Ποιητή»). Οι ρίζες της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας σχηματίσθηκαν κυρίως μεταξύ 1896 και 1923. Γενικά, υπήρχαν τρία λογοτεχνικά κινήματα αυτή την περίοδο: η «Edebiyyât-ı Cedîde» («Νέα Λογοτεχνία»), η «Fecr-i Âtî» («Αυγή του Μέλλοντος») καιη «Millî Edebiyyât» («Εθνική Λογοτεχνία»). Το κίνημα της «Νέας Λογοτεχνίας» άρχισε μετην ίδρυση το 1891 του περιοδικού Servet-i Fünûn («Επιστημονικός πλούτος»), που ήταν σε μεγάλο βαθμό αφοσιωμένο στην πρόοδο (πνευματική και επιστημονική) κατά τα Δυτικά πρότυπα. Κατά συνέπεια οι λογοτεχνικές αναζητήσεις του περιοδικού προσανατολίστηκαν προς τη δημιουργία, υπό την κατεύθυνση του ποιητή Τεβφίκ Φικρέτ μιας Δυτικού τύπου «υψηλής τέχνης» στην Τουρκία.
Το πρώτο ριζικό βήμα καινοτομίας στην τουρκική ποίηση του 20ού αιώνα έγινε από τονΝαζίμ Χικμέτπου εισήγαγε τον ελεύθερο στίχο. Μια άλλη επανάστσση στην τουρκική ποίηση έγινε γύρω στα 1941, μετοΚίνημα Γκαρίπμε επικεφαλής τους Ορχάν Βελί Κανίκ, Μελίχ Τζεβντέτ ΑντάυκαιΟκτάυ Ριφάτ. Σαφώς αντίθετοι σε οτιδήποτε είχε προηγηθεί στην ποίηση, αντί αυτού επεδίωξαν να δημιουργήσουν μια τέχνη λαϊκή. Χρησιμοποίησαν όχι μόνο μια παραλλαγή του ελεύθερου στίχου που εισήγαγε ο Ναζίμ Χικμέτ αλλά επίσης μια γλώσσα πολύ καθομιλουμένη και έγραψαν κυρίως για πεζά καθημερινά θέματα και τους απλούς ανθρώπους του δρόμου. Η αντίδραση ήταν άμεση και πόλωσε το μεγαλύτερο μέρος του ακαδημαϊκού κατεστημένου και παλιότεροι ποιητές τους λοιδώρησαν αλλά το μεγαλύτερο τμήμα του τουρκικού πληθυσμού τους αγκάλιασε ολόψυχα.
Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, που βρίσκονται στην Τουρκία, είναι επίσης απόδειξη του μοναδικού μίγματος παραδόσεων, που έχουν επηρεάσει την περιοχή ανά τους αιώνες. Πέραν από τα παραδοσιακά Βυζαντινά στοιχεία, παρόντα σε πολλά μέρη της Τουρκίας, πολλά έργα της ύστερης οθωμανικής αρχιτεκτονικής, μετον εξαιρετικό της συνδυασμό τοπικών και Ισλαμικών παραδόσεων, βρίσκονται σε όλη τη χώρα, καθώς καισε πολλά πρώην εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. ΟΜιμάρ Σινάν θεωρείται ευρέως ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας της κλασικής περιόδου της οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Από τον 18ο αιώνα η τουρκική αρχιτεκτονική επηρεαζόταν ολοένα και περισσότερο από ευρωπαϊκούς ρυθμούς και αυτό μπορούμε νατο δούμε ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου κτίρια της εποχής του Τανζιμάτ, όπως τα ανάκτορα Ντολμά Μπαχτσέ, Σιραγκάν, Φεριγιέ, Μπειλέρμπει, Κιουκουκσού και Ιλαμούρ (σχεδιασμένα από αυλικούς αρχιτέκτονες της οθωμανικής αρμενικής οικογένειας Μπαλιάν) αντιπαραβάλλονται δίπλα σε πολλούς σύγχρονους ουρανοξύστες, αντιπροσωπεύοντας όλα τους διαφορετικές παραδόσεις. Ταπαραθαλάσσια σπίτια (γιαλιά) της οθωμανικής περιόδου στον Βόσπορο αντικατοπτρίζουν επίσης τη μίξη κλασικών οθωμανικών και ευρωπαϊκών ρυθμών κατά την προαναφερθείσα περίοδο.
ΤονΔιαγωνισμό Τραγουδιού Eurovision 2003 κέρδισε η τραγουδίστρια Σερτάμπ Ερενέρμετο τραγούδι «Everyway That I Can». Οιτουρκικές δραματικές σειρές γίνονται όλο και περισσότερο δημοφιλείς πέρα από τα σύνορα της Τουρκίας και είναι από τις ζωτικότερης σημασίας εξαγωγές της χώρας, τόσο σε όρους οικονομικούς όσο και δημόσιων σχέσεων.
Η Τουρκία ήταν μέχρι τον Αύγουστο του 2014 Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατίαμετον Πρόεδρο να έχει περιορισμένες αρμοδιότητες καιτον Πρωθυπουργό να κυριαρχεί. Ωστόσο μετά τις άμεσες Προεδρικές εκλογές του 2014 το πολίτευμα μετατράπηκε σε μία de facto Ημιπροεδρική δημοκρατίαμετον Πρόεδρο να έχει τον κυριότερο ρόλο καιτον Πρωθυπουργό να ασκεί ελάχιστες ουσιαστικές πολιτικές εξουσίες, ενώ μετά το αποτέλεσμα του συνταγματικού δημοψηφίσματος του 2017 και την έγκρισή του από το κοινοβούλιο το 2018 το πολίτευμα μετατράπηκε και επίσημα σε μία πλήρη Προεδρική δημοκρατία καταργώντας το αξίωμα του πρωθυπουργού καιτην αντικατάστασή του από εκείνη του αντιπροέδρου.